Κάποιο ραδιόφωνο, που έπαιζε διακριτικά στο χολ του ξενοδοχείου ένα βαλς, έδινε ελαφρότατα σ’ αυτό το τοπίο της Κεντρικής Ευρώπης το ύφος μιας σκηνογραφίας οπερέτας. Ο Πέτρος Χαλκιάς άφησε μερικές στιγμές το πνεύμα του να λικνίζεται στον εύκολο και αισιόδοξο αυτό σκοπό. Οι συγκινήσεις του, οι «τρυφερότητες», ξεθυμαίνανε. Το φάντασμα ευτυχώς διαλυόταν μοναχό του.
Όλη αυτή η ανησυχία (все то беспокойство), που του είχε δώσει τις τελευταίες μέρες (которое ему приносило: «давало» в последние дни) η ανάμνηση της λίμνης (воспоминание об озере), δεν ήταν, ως φαίνεται, άλλο τίποτα (было, как кажется, не чем иным) παρά η εκδήλωση (как выражением) μιας μικρής και περαστικής ψυχικής κόπωσης (небольшого и проходящего душевного переутомления). Η αλλαγή του αέρα (смена воздуха) ήδη τον ωφελούσε (уже начинала идти ему на пользу; ωφελώ), τον ξαλάφρωνε από περιττούς ρεμβασμούς (избавляло его от лишних размышлений; ξαλαφρώνω — облегчать; избавлять). Όταν όμως βγήκε από το ξενοδοχείο (однако когда /он/ вышел из гостиницы) και βάδισε αυθόρμητα προς τα κυπαρίσσια (и непроизвольно отправился к кипарисам; βαδίζω), αισθάνθηκε αμέσως (/он/ тотчас почувствовал) πως δεν είχε ξοφλήσει εντελώς (что /он/ не до конца еще покончил; /ε/ξοφλώ — гасить; оплачивать; покончить) μ’ αυτήν την υπόθεση (с эти делом), πως η λίμνη των παιδικών του ονείρων (что озеро из его детских снов) του έκρυβε κάτι (что-то от него таило), του προετοίμαζε ίσως κάτι (что-то ему готовило; προετοιμάζω).
Όλη αυτή η ανησυχία, που του είχε δώσει τις τελευταίες μέρες η ανάμνηση της λίμνης, δεν ήταν, ως φαίνεται, άλλο τίποτα παρά η εκδήλωση μιας μικρής και περαστικής ψυχικής κόπωσης. Η αλλαγή του αέρα ήδη τον ωφελούσε, τον ξαλάφρωνε από περιττούς ρεμβασμούς. Όταν όμως βγήκε από το ξενοδοχείο και βάδισε αυθόρμητα προς τα κυπαρίσσια, αισθάνθηκε αμέσως πως δεν είχε ξοφλήσει εντελώς μ’ αυτήν την υπόθεση, πως η λίμνη των παιδικών του ονείρων του έκρυβε κάτι, του προετοίμαζε ίσως κάτι.
Πράγματι (в самом деле), σε λίγο του φάνηκε (вскоре ему показалось) πως κάποιος τον περίμενε (что кто-то ждет его) στην όχθη της λίμνης (на берегу озера), κάτω από τα κυπαρίσσια (под кипарисами). Μια νέα γυναίκα (молодая женщина) είχε ακουμπήσει στον κορμό ενός δέντρου (прислонилась к стволу дерева; ακουμπώ) κ είχε ξεχαστεί (и забылась; ξεχνιέμαι) κοιτάζοντας τα γαλήνια νερά (глядя на спокойные воды). Ήταν ντυμένη απλά (/она/ была просто одета) και δεν φορούσε καπέλο (и не носила шляпки). Ο Πέτρος Χαλκιάς, από μακριά που την είδε (Петрос Халкиас, который увидел ее издалека), αν και δεν μπορούσε ακόμα να διακρίνει (хотя еще не мог различить) τα χαρακτηριστικά της (ее черты) και το ύφος της (и вид), αισθάνθηκε ένα προμήνυμα (почувствовал предзнаменование) ομορφιάς (красоты), γλύκας (сладости) και πόνου (и боли).
Πράγματι, σε λίγο του φάνηκε πως κάποιος τον περίμενε στην όχθη της λίμνης, κάτω από τα κυπαρίσσια. Μια νέα γυναίκα είχε ακουμπήσει στον κορμό ενός δέντρου κ είχε ξεχαστεί κοιτάζοντας τα γαλήνια νερά. Ήταν ντυμένη απλά και δεν φορούσε καπέλο. Ο Πέτρος Χαλκιάς, από μακριά που την είδε, αν και δεν μπορούσε ακόμα να διακρίνει τα χαρακτηριστικά της και το ύφος της, αισθάνθηκε ένα προμήνυμα ομορφιάς, γλύκας και πόνου.
Το τοπίο (место), σα να προσδοκούσε την κατάλληλη στιγμή (словно бы ожидало подходящего момента; προσδοκώ) για να του φανερώσει την αληθινή μορφή του (чтобы открыть ему свой истинный образ; φανερώνω), άλλαζε πάλι μέσα του και γύρω του μονομιάς (опять моментально менялось внутри него и снаружи), εξαϋλωνόταν πιο μαγικό από πάντα (становилось нематериальным и более волшебным, чем всегда; εξαϋλώνομαι — становиться нематериальным; η ύλη — материал), τον τύλιγε στα κύματα (окатывало его волнами: «заворачивало в волны»; τυλίγω) μιας ανέκφραστης (невыразимой; εκφράζω — выражать; ανέκφραστος — невыразимый), σιωπηλής μουσικής (тихой музыки), που άγγιζε οδυνηρά (которая печально затрагивала; αγγίζω) τις πιο μυστικές χορδές της ψυχής του (самые потаенные струны его души), τα πιο ευαίσθητα σημεία της ύπαρξής του (самые чувствительные ноты: «места» его существования). Ξαναγινόταν αγόρι (/он/ вновь становился мальчиком), άφθαρτο (неиспорченным), αγνό (невинным), ονειροπαρμένο (мечтательным; το όνειρο — сон; мечта; παίρνω — забирать; ονειροπαρμένος — мечтательный). Προχώρησε (/он/ прошел вперед; προχωρώ), κατακτημένος από πριν (заранее покоренный; κατακτώ) και χωρίς να το ξέρει (не зная об этом), φοβισμένος για πρώτη φορά (в первый раз напуганный) από την παρουσία της γυναίκας (присутствием женщины).