Μια μέρα, στο Τζιμπουτί (однажды, в Джибути), χώθηκαν μες στο αμπάρι του Ασράφ (пробрались в трюм Азрафа; χώνω — засовывать; χώνομαι — залезать; прятаться) δύο μικροί λαθρεπιβάτες (два маленьких безбилетника; λαθραίος — тайный; ο επιβάτης — пассажир). Ήτανε δύο Γαλλόπαιδα (/это/ были два французских подростка: «французских ребенка»), αδέλφια (брат и сестра; τα αδέλφια — собир. братья и сестры), ένα αγόρι κ’ ένα κορίτσι (мальчик и девочка), το κορίτσι ως δέκα εφτά ή δέκα οχτώ χρονών (девочке /было/ примерно семнадцать-восемнадцать лет) και το αγόρι ως δεκάξι (а мальчику — примерно шестнадцать). Έφευγαν κρυφά και χωρίς χρήματα (/они/ бежали тайно и без денег), από τη γαλλική Σομαλία (из французского Сомали) και ζητούσανε, φαίνεται (и хотели, казалось), να γυρίσουνε στην πατρίδα τους (вернуться на родину; γυρίζω). Είχανε πληροφορηθεί πως το Ασράφ πήγαινε στο Σουέζ (/они/ выяснили: «/они/ были проинформированы» о том, что Азраф шел в Суэц; πληροφορούμαι), μα δεν ήξεραν τι είδος καράβι ήτανε (но /они/ не знали, что это был за корабль: «какого вида был корабль»; το είδος) και τι ανθρώπους είχε μέσα (и что за люди были у него на борту: «каких людей /он/ имел внутри»).
Μια μέρα, στο Τζιμπουτί, χώθηκαν μες στο αμπάρι του Ασράφ δύο μικροί λαθρεπιβάτες. Ήτανε δύο Γαλλόπαιδα, αδέλφια, ένα αγόρι κ’ ένα κορίτσι, το κορίτσι ως δέκα εφτά ή δέκα οχτώ χρονών και το αγόρι ως δεκάξι. Έφευγαν κρυφά και χωρίς χρήματα, από τη γαλλική Σομαλία και ζητούσανε, φαίνεται, να γυρίσουνε στην πατρίδα τους. Είχανε πληροφορηθεί πως το Ασράφ πήγαινε στο Σουέζ, μα δεν ήξεραν τι είδος καράβι ήτανε και τι ανθρώπους είχε μέσα.
Δεν άργησαν να το μάθουν (очень скоро они об этом узнали: «/они/ не опоздали узнать об этом»; μαθαίνω; αργώ(ε)). Τη νύχτα, ενώ το βαπόρι ταξίδευε προς το βορρά (ночью, пока пароход шел: «путешествовал» на север; ο βορράς), οι Αιγύπτιοι ανακάλυψαν τα δύο παιδιά (египтяне обнаружили двух детей; ανακαλύπτω). Τα έσυραν στο κατάστρωμα έξαλλοι (/они/, обезумевшие, вытащили их на палубу; σέρνω; το κατάστρωμα), ξεφωνίζοντας όλοι μαζί (выкрикивая в один голос: «все вместе»; ξεφωνίζω) λόγια αισχρά (непристойные слова). Τα παιδιά (дети), πελιδνά από τον τρόμο (мертвенно-бледные от страха; ο τρόμος) και μισολιγοθυμισμένα (в полуобморочном состоянии; το μισό — половина; λιγοθυμώ/λιποθυμώ — падать в обморок, лишаться чувств), δεν τόλμησαν να αντισταθούν (не посмели сопротивляться; αντιστέκομαι; τολμώ(α)). Τότε ο Άραβας πλοίαρχος (тогда капитан-араб) πήρε δικαιωματικά το αγόρι στην καμπίνα του (забрал по праву в свою каюту мальчика; το δικαίωμα — право) και ο Μεμάς πήρε το κορίτσι (забрал девочку). Τα κράτησαν όση ώρα ήθελαν (/они/ продержали их /у себя/, сколько захотели: «сколько времени хотели»; κρατάω) κ’ ύστερα (а затем) τα παραδώσανε στους άντρες του πληρώματος (передали их членам экипажа; παραδίδω; ο άντρας; το πλήρωμα) που περίμεναν τη σειρά τους (которые ждали своей очереди) μουγγρίζοντας απειλητικά (рыча угрожающе; μουγγρίζω; απειλώ — угрожать), σαν ένα κοπάδι (словно стадо) πειναλέα αγρίμια (умирающих с голоду зверей; η πείνα —голод; το αγρίμι).
Δεν άργησαν να το μάθουν. Τη νύχτα, ενώ το βαπόρι ταξίδευε προς το Βοριά, οι Αιγύπτιοι ανακάλυψαν τα δύο παιδιά. Τα έσυραν στο κατάστρωμα έξαλλοι, ξεφωνίζοντας όλοι μαζί λόγια αισχρά. Τα παιδιά, πελιδνά από τον τρόμο και μισολιγοθυμισμένα, δεν τόλμησαν να αντισταθούν. Τότε ο Άραβας πλοίαρχος πήρε δικαιωματικά το αγόρι στην καμπίνα του και ο Μεμάς πήρε το κορίτσι. Τα κράτησαν όση ώρα ήθελαν κ’ ύστερα τα παραδώσανε στους άντρες του πληρώματος που περίμεναν τη σειρά τους μουγγρίζοντας απειλητικά, σαν ένα κοπάδι πειναλέα αγρίμια.