Ξεχνιέται κοιτάζοντας με ανέκφραστο βλέμμα τα πράσινα νερά του μεγάλου λιμανιού, τους γερανούς , τις μπενζίνες και τα βαπόρια που πάνε κ’ έρχονται σφυρίζοντας.
— Ήτανε πολύ όμορφη (/она/ была очень красивой), λέει (говорит). Οι εφημερίδες της έκαναν μεγάλη ρεκλάμα (газеты сделали ей большую рекламу). Σαν αθωώθηκε (когда ее оправдали: «/она/ была оправдана»; αθωώνομαι), ο κόσμος χειροκρότησε (народ зааплодировал; χειροκροτώ) και της έδωσαν λουλούδια (и ей вручили цветы; το λουλούδι). Τώρα μπορεί να έγινε κανένα αστέρι του κινηματογράφου (сейчас /она/, может быть, стала кинозвездой: «какой-нибудь звездой кинематографа»; ο κινηματογράφος). Θα φορεί κολιέδες αληθινούς (она, /наверное/, носит настоящие колье; το κολιέ (нескл.) (в данном случае используется простонародная форма ο κολιές во мн.ч. — οι κολιέδες)) και θα κάθεται σε κανένα παλατάκι (и живет: «сидит» в каком-нибудь дворце). Θα έχει και μεγάλα σκυλιά λαγωνικά (у нее, /наверное/, есть большие гончие; το σκυλί — собака; το λαγωνικό — гончая) και φίλους με φράκα (и друзья во фраках; το φράκο) και ψηλά καπέλα (и высоких шляпах; το καπέλο).
— Ήτανε πολύ όμορφη, λέει. Οι εφημερίδες της έκαναν μεγάλη ρεκλάμα. Σαν αθωώθηκε, ο κόσμος χειροκρότησε και της έδωσαν λουλούδια. Τώρα μπορεί να έγινε κανένα αστέρι του κινηματογράφου. Θα φορεί κολιέδες αληθινούς και θα κάθεται σε κανένα παλατάκι. Θα έχει και μεγάλα σκυλιά λαγωνικά και φίλους με φράκα και ψηλά καπέλα.
Καμιά φορά αγριεύει δίχως λόγο (иногда он приходит в ярость без причины; αγριεύω) και μιλά με κάποιο πάθος στη φωνή (и говорит со страстью: «какой-то страстью» в голосе).
— Τον Αράπη σκότωσε (/она/ убила араба; σκοτώνω)! λέει ξαφνικά (говорит /он/ внезапно) και χτυπά τη γροθιά του στο τραπέζι του καφενείου (и бьет кулаком по столу в кафе; χτυπώ(α)). Απάνω του έριξε όλες τις σφαίρες της (в него /она/ выпустила: «бросила» все свои пули; ρίχνω; η σφαίρα). Εμένα δε θέλησε να με χτυπήσει (меня /она/ не захотела убить: «ударить»). Με κοίταξε καλά-καλά στα μάτια (/она/ хорошенько посмотрела мне в глаза), μα δεν πήγε το χέρι της (но не поднялась: «пошла» ее рука) να τραβήξει απάνω μου (в меня выстрелить; τραβώ (α)). Εγώ είμαι ο πρώτος άντρας (я первый мужчина) που την πήρε (который ею овладел: «ее взял»). Παρθένα ήτανε (/она/ была девственницей). Τώρα μπορεί να με εχθρεύεται (сейчас /она/, может быть, ненавидит меня/питает ко мне вражду; ο εχθρός — враг; εχθρεύομαι), μα δε βαστά η καρδιά της (но не может ее сердце вынести; βαστώ(α)) να μου κάμει κακό (причинить мне вред). Ούτε και να με βγάλει από το νου της μπορεί (да и выкинуть меня из головы /она/ тоже не может: «ни вынуть меня из ума она не может»).
Καμιά φορά αγριεύει δίχως λόγο και μιλά με κάποιο πάθος στη φωνή.
— Τον Αράπη σκότωσε! λέει ξαφνικά και χτυπά τη γροθιά του στο τραπέζι του καφενείου. Απάνω του έριξε όλες τις σφαίρες της. Εμένα δε θέλησε να με χτυπήσει. Με κοίταξε καλά-καλά στα μάτια, μα δεν πήγε το χέρι της να τραβήξει απάνω μου. Εγώ είμαι ο πρώτος άντρας που την πήρε. Παρθένα ήτανε. Τώρα μπορεί να με εχθρεύεται, μα δε βαστά η καρδιά της να μου κάμει κακό. Ούτε και να με βγάλει από το νου της μπορεί.
Έτσι χάνει τη ζωή του ο Μεμάς (так прозябает Мемас: «так теряет свою жизнь Мемас»), στα καφενεδάκια (в кафе) και στις ταβέρνες του Πειραιά (и тавернах Пирея), και βουτά κάθε μέρα βαθύτερα (и каждый день /он/ все глубже погружается; βουτώ (α)) στη μελαγχολία του (в меланхолию) και στη ανημποριά του (и немощь). Δε σκοτίζεται πια (/он/ больше не пытается) να κάνει το λόρδο στη Μεσόγειο (строить из себя лорда в Средиземном море), ούτε τον πειρατή στην Ερυθρή Θάλασσα (или пирата в Красном море). Τώρα πια δεν είναι παρά (теперь /он/ не более чем) ένας ναύτης ερωτοχτυπημένος (моряк, сраженный любовью; ο έρωτας — любовь; χτυπάω — бить).
Έτσι χάνει τη ζωή του ο Μεμάς, στα καφενεδάκια και στις ταβέρνες του Πειραιά, και βουτά κάθε μέρα βαθύτερα στη μελαγχολία του και στη ανημποριά του. Δε σκοτίζεται πια να κάνει το λόρδο στη Μεσόγειο, ούτε τον πειρατή στην Ερυθρή Θάλασσα. Τώρα πια δεν είναι παρά ένας ναύτης ερωτοχτυπημένος.
Η Συμμορία(Банда)