Μες στο φρούριο ήταν μια ξανθή κοπέλα (в крепости находилась блондинка: «светловолосая девушка»), που αγαπούσε παράφορα (которая безумно любила) έναν ωραίο Αμερικανό αξιωματικό (прекрасного американского офицера) με μεγάλο πλατύγυρο καπέλο (в большой широкополой шляпе). Στο τέλος (в конце), την ώρα ακριβώς (именно в тот момент) που οι τρομεροί Ινδιάνοι έμπαιναν στο φρούριο (когда ужасные индейцы проникали: «входили» в крепость) κι άρχιζαν να καίνε (и начинали жечь) και να σφάζουν (и резать) και κόντευαν να σφάξουν και την ξανθή κοπέλα (и уже собирались убить: «были близки к тому, чтобы зарезать» светловолосую девушку), έφτανε ο ωραίος αξιωματικός επικεφαλής του ιππικού (появлялся прекрасный офицер, глава кавалерии).
Μες στο φρούριο ήταν μια ξανθή κοπέλα, που αγαπούσε παράφορα έναν ωραίο Αμερικανό αξιωματικό με μεγάλο πλατύγυρο καπέλο. Στο τέλος, την ώρα ακριβώς που οι τρομεροί Ινδιάνοι έμπαιναν στο φρούριο κι άρχιζαν να καίνε και να σφάζουν και κόντευαν να σφάξουν και την ξανθή κοπέλα, έφτανε ο ωραίος αξιωματικός επικεφαλής του ιππικού.
Γινόταν ένας μεγάλος καλπασμός (происходила большая погоня), η σημαία των Ηνωμένων Πολιτειών (флаг Соединенных Штатов) κυμάτιζε ηρωικά μες στους καπνούς της μάχης (победно взвивался в дыму сражения), οι Ινδιάνοι έφευγαν κουτρουβαλιστά (индейцы беспорядочно бежали), η ξανθή κοπέλα λιγοθυμούσε στην αγκαλιά του αξιωματικού της (блондинка падала в обморок в объятиях своего офицера;
Γινόταν ένας μεγάλος καλπασμός, η σημαία των Ηνωμένων Πολιτειών κυμάτιζε ηρωικά μες στους καπνούς της μάχης, οι Ινδιάνοι έφευγαν κουτρουβαλιστά, η ξανθή κοπέλα λιγοθυμούσε στην αγκαλιά του αξιωματικού της. Τότε σηκωνόμασταν απάνω και θορυβούσαμε με ενθουσιασμό κ’ ερχότανε οι υπάλληλοι του κινηματογράφου και μας φοβέριζαν πως θα μας βγάλουν έξω.
Στον κινηματογράφο (в кинотеатре) ο Βύρων και ο Πέτρος καπνίζανε τα πρώτα τους τσιγάρα (Вирон и Петрос курили свои первые сигареты), που τα έκλεβαν από τους πατέρες τους (которые они воровали у своих отцов;
Στον κινηματογράφο ο Βύρων και ο Πέτρος καπνίζανε τα πρώτα τους τσιγάρα, που τα έκλεβαν από τους πατέρες τους, κ’ εμείς οι άλλοι τους ενθαρρύναμε για να δείξουμε πως δεν ήμασταν καθυστερημένοι, μα δεν τολμούσαμε και να τους μιμηθούμε.
Μια μέρα όμως (впрочем, однажды), που η οθόνη έδειξε (когда на экране показали: «экран показал») κάτι κυρίες που κάπνιζαν (каких-то дам, которые курили), εγώ είπα (я сказал) πως αυτές ήταν πρόστυχες γυναίκες (что они были вульгарными женщинами), γιατί οι καλές γυναίκες (потому что приличные женщины) ποτέ δεν πίνουν τσιγάρο (никогда не курят сигареты: «выпивают сигарету»). Ο Βύρων τότε θύμωσε (тогда Вирон разозлился;
Μια μέρα όμως, που η οθόνη έδειξε κάτι κυρίες που κάπνιζαν, εγώ είπα πως αυτές ήταν πρόστυχες γυναίκες, γιατί οι καλές γυναίκες ποτέ δεν πίνουν τσιγάρο. Ο Βύρων τότε θύμωσε και μου είπε πως μιλώ σαν επαρχιώτης και πως δεν ξέρω τίποτα ούτε από γυναίκες ούτε από καλό κόσμο και πως ίσια-ίσια όλες οι σπουδαίες κυρίες καπνίζουν, όλες ανεξαίρετα.
Κ’ εμένα αυτά μου κακοφάνηκαν πολύ (и меня это очень раздосадовало;
Κ’ εμένα αυτά μου κακοφάνηκαν πολύ, γιατί οι γυναίκες που γνώριζα δεν κάπνιζαν ποτέ κι αυτό σήμαινε λοιπόν πως ήμουν κατώτερος στην κοινωνία. Οι άλλοι δεν είχανε γνώμη γι’ αυτά τα ζητήματα κ’ έλεγαν πως περιφρονούσαν τις γυναίκες, είτε κάπνιζαν είτε όχι.