Καμιά φορά ο δάσκαλος τον χτυπούσε δυνατά με χάρακες ή με κασετίνες. Άλλοτε τον άρπαζε με τα δύο χέρια και τον βροντούσε απάνω στους τοίχους. Άκουγες το παλαιικό ντουβάρι να τραντάζεται ολόκληρο. Το παιδί δεν μιλούσε. Όταν τελείωνε το κακό, τραβιότανε σε μια γωνιά κ’ έκλαιγε σιγανά, χωρίς δάκρυα, με το ίδιο πάντα στοχαστικό και ήμερο ύφος.
Μια μέρα (однажды) ο Μαντσουρδέλης έπαψε να έρχεται στο σχολείο (Мадсурделис перестал ходить в школу;
Μια μέρα ο Μαντσουρδέλης έπαψε να έρχεται στο σχολείο. Ο Δημητρός, που ήτανε περίεργος, πήγε και ρώτησε εδώ κ’ εκεί και έμαθε ότι ο Μαντσουρδέλης είχε χάσει τον πατέρα του. Η είδηση αυτή μας έκανε μεγάλη εντύπωση.
Αμέσως ο ορφανός σύντροφός μας (тотчас наш осиротевший товарищ) απέκτησε απέναντί μας (приобрел среди нас;
Αμέσως ο ορφανός σύντροφός μας απέκτησε απέναντί μας ένα κύρος εξαιρετικό. Του συνέβαινε κάτι επιβλητικό και επίσημο και τρομερό συνάμα, που τον ανέβαζε μονομιάς πολύ ψηλότερα από όλους εμάς. Τον ανέβαζε, αλλά και τον αποξένωνε.
Θαρρείς και ανήκε τώρα (казалось, что теперь /он/ принадлежал) σ’ έναν άλλο κόσμο (к другому миру). Νιώθαμε (/мы/ чувствовали) πως δεν μπορούσε πια (что /он/ больше не мог) να ενδιαφέρεται όπως πριν (интересоваться, как и раньше) για τα δικά μας καμώματα (нашими делами), ούτε κ’ εμείς όμως μπορούσαμε (впрочем, мы тоже не могли) να λάβουμε μέρος (принять участие) σε ό, τι τον απασχολούσε αυτόν (в том, что его занимало;
Θαρρείς και ανήκε τώρα σ’ έναν άλλο κόσμο. Νιώθαμε πως δεν μπορούσε πια να ενδιαφέρεται όπως πριν για τα δικά μας καμώματα, ούτε κ’ εμείς όμως μπορούσαμε να λάβουμε μέρος σε ό, τι τον απασχολούσε αυτόν. Τι έπρεπε να κάνουμε δεν ξέραμε. Έπρεπε κάτι να του πούμε, όταν θα γυρνούσε στο σχολείο, με δεν βρίσκαμε τι.
Το συζητήσαμε αρκετά (/мы/ довольно /долго/ обсуждали это;
Το συζητήσαμε αρκετά και ήμασταν σε μεγάλη αμηχανία, γιατί κατά βάθος προτιμούσαμε να μην του πούμε τίποτα, να μην μιλούμε καθόλου γι’ αυτήν την υπόθεση, που μας ξένιζε και μας στενοχωρούσε, να πάψουμε και να την σκεπτόμαστε και να επιστρέψουμε στις πρωτινές μας ασχολίες.
Στο τέλος ο Δημητρός (под конец, Димитрос), ο πιο τυπικός (самый педантичный) και πιο εύστροφος της συντροφιάς (и самый изворотливый в компании), βρήκε μια λύση του προβλήματος (нашел решение проблемы) που μας αλάφρωνε (которое освобождало нас) απ’ αυτήν τη δυσάρεστη απασχόληση (от этого неприятного занятия), χωρίς όμως να μας αφήνει και τύψεις (однако, не оставляя у нас угрызений) πως δεν κάναμε ό, τι έπρεπε (что /мы/ не сделали того, что следовало). Ο Δημητρός δήλωσε (Димитрос заявил) πως ήτανε καλύτερα (что будет лучше) να μην του πούμε τίποτα απολύτως (ничего абсолютно ему не говорить), γιατί αλλιώς (потому что, в противоположном случае) θα τον βάζαμε να ξαναθυμηθεί το πένθος του (/мы/ заставим его вспомнить траур) και θα του προξενούσαμε λύπη (и вызовем у него печаль;