Στο τέλος ο Δημητρός, ο πιο τυπικός και πιο εύστροφος της συντροφιάς, βρήκε μια λύση του προβλήματος που μας αλάφρωνε απ’ αυτήν τη δυσάρεστη απασχόληση, χωρίς όμως να μας αφήνει και τύψεις πως δεν κάναμε ό, τι έπρεπε. Ο Δημητρός δήλωσε πως ήτανε καλύτερα να μην του πούμε τίποτα απολύτως, γιατί αλλιώς θα τον βάζαμε να ξαναθυμηθεί το πένθος του και θα του προξενούσαμε λύπη. Αποφασίστηκε λοιπόν ομόφωνα πως, για το καλό του Μαντσουρδέλη, δε θα του μιλούσαμε καθόλου για το θάνατο του πατέρα του.
Πραγματικά, όταν γύρισε στο σχολείο (и правда, когда /он/ вернулся в школу), δεν του είπαμε τίποτα σχετικό (/мы/ не сказали ему ничего по этому поводу: «ничего соответствующего»), αλλά και δεν ξέραμε (но и не знали) τι στάση να κρατήσουμε απέναντί του (какую позицию занять по отношению к нему;
Πραγματικά, όταν γύρισε στο σχολείο, δεν του είπαμε τίποτα σχετικό, αλλά και δεν ξέραμε τι στάση να κρατήσουμε απέναντί του. Και, εξάλλου, το κύρος, που έλεγα πριν, μας πτοούσε και μας απομάκρυνε απ’ αυτόν. Τον πλησιάζαμε όσο μπορούσαμε σπανιότερα και τον εγκαταλείπαμε με την πρώτη αφορμή.
Έμεινε έτσι μοναχικός (так /он/ оставался в одиночестве: «одиноким») και ήσυχος (и в спокойствии: «спокойным») ένα διάστημα (/в/ /течение/ какого-то периода). Κ’ οι δάσκαλοι έμοιαζαν σα να τον σέβονται (казалось, что учителя будто бы уважали его;
Έμεινε έτσι μοναχικός και ήσυχος ένα διάστημα. Κ’ οι δάσκαλοι έμοιαζαν σα να τον σέβονται ή να τον φοβούνται και αποφεύγανε να του μιλήσουν. Ύστερα ξαναμπήκαμε στην ομαλή ζωή κι άρχισαν πάλι τα κοινά παιχνίδια μας, οι συζητήσεις για τη συμμορία, οι μεγάλες αταξίες του Πέτρου και τα ξυλοφορτώματα του Μαντσουρδέλη.
Το μεγάλο γεγονός, ωστόσο, της σχολικής μας ζωής (однако большим событием в нашей школьной жизни) ήταν όταν ο δάσκαλός μας των γαλλικών (было, когда наш учитель французского), ο κ. Δημητρακόπουλος (г-н Димитракопулос), αποφάσιζε να διηγηθεί ιστορίες (решал рассказывать истории;
Το μεγάλο γεγονός, ωστόσο, της σχολικής μας ζωής ήταν όταν ο δάσκαλός μας των γαλλικών, ο κ. Δημητρακόπουλος, αποφάσιζε να διηγηθεί ιστορίες. Πήγαινε συχνά και τον εύρισκε ολόκληρη επιτροπή μαθητών και τον παρακαλούσε να αφιερώσει μια ώρα των μαθημάτων του στις διηγήσεις του αυτές. Και, είτε επειδή οι μαθητές ήτανε φρόνιμοι τον τελευταίο καιρό, είτε επειδή πλησίαζαν γιορτές και διακοπές, ο κ. Δημητρακόπουλος, που αφορμή ζητούσε άλλωστε, δεχότανε την αίτηση και όριζε τη μέρα που θα έλεγε ιστορίες.