Μα ήτανε κατά βάθος αρκετά περήφανος (но в глубине /души/ /он/ был довольно горд) για τον τρόπο (тем образом) που είχε ζήσει τη ζωή του (которым /он/ прожил свою жизнь) και σπαταλήσει δύο ή τρείς περιουσίες (и растратил два-три состояния; σπαταλώ
). Κ’ εμείς, άλλωστε (да и мы), ήμασταν απολύτως αποφασισμένοι (были абсолютно полны решимости) να τον μιμηθούμε (подражать ему; μιμούμαι) και να τον ξεπεράσουμε (и превзойти его; ξεπερνώ), αν μας τύχαινε ποτέ η ευκαιρία (если нам когда-нибудь представится возможность), κι ονειρευόμασταν κιόλας (и даже мечтали /о/ /том/; ονειρεύομαι) τι σπουδαία πράγματα θα κάναμε (какие великие дела совершили бы) όταν θα πηγαίναμε με τη σειρά μας στο Παρίσι (когда в свою очередь поехали бы в Париж) και θα γυρνούσαμε το δάσος της Βουλώνης (и ездили бы по Булонскому лесу) απάνω στο άλογο (верхом на коне) κι όλες οι κυρίες θα μας θαύμαζαν (и все дамы восхищались бы нами; θαυμάζω) από μέσα από τα αμάξια (из повозок).Μα ήτανε κατά βάθος αρκετά περήφανος για τον τρόπο που είχε ζήσει τη ζωή του και σπαταλήσει δύο ή τρείς περιουσίες. Κ’ εμείς, άλλωστε, ήμασταν απολύτως αποφασισμένοι να τον μιμηθούμε και να τον ξεπεράσουμε, αν μας τύχαινε ποτέ η ευκαιρία, κι ονειρευόμασταν κιόλας τι σπουδαία πράγματα θα κάναμε όταν θα πηγαίναμε με τη σειρά μας στο Παρίσι και θα γυρνούσαμε το δάσος της Βουλώνης απάνω στο άλογο κι όλες οι κυρίες θα μας θαύμαζαν από μέσα από τα αμάξια.
Ύστερα, απότομα (потом, внезапно), ο τόνος της ομιλίας άλλαζε (тон выступления менялся), η φωνή του κ. Δημητρακοπούλου έτρεμε (голос г-на Димитракопулоса дрожал; τρέμω
). Εξιστορούσε την οριστική καταστροφή του (/он/ рассказывал о своей окончательной катастрофе; εξιστορώ) στο καζίνο του Μόντε-Κάρλο (в казино в Монте-Карло), το ατομικό Βατερλό του (о его личном Ватерлоо). Διηγούταν λεπτομέρειες εναγώνιες (/он/ рассказывал тревожные подробности): κέρδιζε ξαφνικά ένα τεράστιο ποσό (внезапно /он/ выигрывал огромную сумму; κερδίζω), κατόπι μονομιάς έχανε περισσότερα (потом в миг проигрывал еще больше; χάνω), ξανακέρδιζε (опять выигрывал), ξαναέχανε (опять проигрывал), πλησίαζε ορμητικά προς τον γκρεμό (приближался стремительно к пропасти; πλησιάζω).Ύστερα, απότομα, ο τόνος της ομιλίας άλλαζε, η φωνή του κ. Δημητρακοπούλου έτρεμε. Εξιστορούσε την οριστική καταστροφή του στο καζίνο του Μόντε-Κάρλο, το ατομικό Βατερλό του. Διηγούταν λεπτομέρειες εναγώνιες: κέρδιζε ξαφνικά ένα τεράστιο ποσό, κατόπι μονομιάς έχανε περισσότερα, ξανακέρδιζε, ξαναέχανε, πλησίαζε ορμητικά προς τον γκρεμό.
Τον παρακολουθούσαμε έξαλλοι (/мы/ следили за ним обезумевшие; παρακολουθώ
), με την ψυχή στο στόμα (ни живые ни мертвые/затаив дыхание: «с душой во рту»). Ξέραμε όλοι από πριν (/мы/ все заранее знали) τι έμελλε να συμβεί (что должно было произойти). Κάποτε ο κ. Δημητρακόπουλος βρέθηκε (в какой-то момент г-н Димитракопулос оказался) στο πράσινο τραπέζι του μπακαρά (у зеленого стола баккара) με τα τελευταία χιλιάρικα (с последними тысячами) που μπορούσε να διαθέσει (которыми /он/ мог распорядиться; διαθέτω — иметь в распоряжении). Και τα έπαιξε όλα για όλα (и /он/ сыграл на все: «все на все»).Τον παρακολουθούσαμε έξαλλοι, με την ψυχή στο στόμα. Ξέραμε όλοι από πριν τι έμελλε να συμβεί. Κάποτε ο κ. Δημητρακόπουλος βρέθηκε στο πράσινο τραπέζι του μπακαρά με τα τελευταία χιλιάρικα που μπορούσε να διαθέσει. Και τα έπαιξε όλα για όλα.
Σε μια ερώτηση (на вопрос) που του έκανε ο αρμόδιος λειτουργός του παιχνιδιού (который ему задал служащий, ответственный за игру = крупье), αποκρίθηκε «μπάνκο» (/он/ ответил: «Ва-банк!»; αποκρίνομαι
), και βγήκανε τα χαρτιά, πιο κακορίζικα από πάντα (и выпали: «вышли» карты, еще более неудачные, чем обычно), και έχασε το καθετί (и /он/ все потерял). Αλλά το «μπάνκο» αυτό έπαιρνε (но этот «ва-банк» приобретал), στη φαντασία μας (в нашей фантазии), μια σημασία έξοχα συμβολική (чрезвычайно символичное значение).Σε μια ερώτηση που του έκανε ο αρμόδιος λειτουργός του παιχνιδιού, αποκρίθηκε «μπάνκο», και βγήκανε τα χαρτιά, πιο κακορίζικα από πάντα, και έχασε το καθετί. Αλλά το «μπάνκο» αυτό έπαιρνε, στη φαντασία μας, μια σημασία έξοχα συμβολική.
Ήταν πρόκληση (/он/ был вызовом), ήταν αγώνας ζωής ή θανάτου (борьбой не на жизнь, а на смерть), ήταν ηρωισμός (героическим поступком). Ο κ. Δημητρακόπουλος συγκλονιζότανε ολόκληρος (г-н Димитракопулос весь сотрясался; συγκλονίζομαι
) από συγκίνηση (от волнения) όταν κόντευε να φτάσει (когда приближался: «когда приближался /к тому/ /чтобы/ достичь») στο σημείο αυτό της διήγησής του (к этому моменту своего повествования). Στο τέλος (под конец), με μια μεγάλη (с большим = широким), αρχοντική (барским) και απελπισμένη χειρονομία (и отчаянным жестом), πετούσε την τελευταία του φράση (/он/ бросал свою последнюю фразу; πετάω):— Και εγώ του αποκρίθηκα: μπάνκο (и я ему ответил: «Ва-банк»)!