Σιγά-σιγά όμως οι συμμαθητές μας πήραν είδηση πως κάτι συνέβαινε, άκουσαν και τη λέξη συμμορία, που τους ερέθισε αμέσως. Βάλθηκαν τότε να μας κατασκοπεύουν αληθινά και τούτο αύξησε τη μυστικότητά μας και την αλληλεγγύη μας και τη σημασία της συμμορίας στη συνείδησή μας. Το ζήτημα ξεπερνούσε τα όρια των ονειροπολημάτων και των κλειστών συζητήσεων. Η κοινωνία αντιδρούσε. Άρχιζε αγώνας.
Μας παρακολουθούσαν και στον περίπατο (за нами следили на прогулке; παρακολουθώ
), στα φιδωτά σοκάκια του Πέρα (в извилистых: «змеиных» улочках Перы) ή τους σκιερούς δρομάκους του κήπου του Ταξιμιού (или на тенистых дорожках парка Таксим) ή στο Αγιάζ-Πασά και στις καμένες συνοικίες (или в Аяз-Паша и сгоревших кварталах), και καταφεύγαμε σε πονηριές Ινδιάνων (а мы прибегали к индейским хитростям) για να ξεφύγουμε από την επίβλεψή τους (чтобы скрыться от их преследования). Έψαχναν μες στα θρανία μας (обыскивали наши парты), προσπαθούσαν να διαβάσουν (пытались прочитать; προσπαθώ) τα κρυπτογραφικά σημειώματά μας (наши зашифрованные записки).Μας παρακολουθούσαν και στον περίπατο, στα φιδωτά σοκάκια του Πέρα ή τους σκιερούς δρομάκους του κήπου του Ταξιμιού ή στο Αγιάζ-Πασά και στις καμένες συνοικίες, και καταφεύγαμε σε πονηριές Ινδιάνων για να ξεφύγουμε από την επίβλεψή τους. Έψαχναν μες στα θρανία μας, προσπαθούσαν να διαβάσουν τα κρυπτογραφικά σημειώματά μας.
Μερικοί άρχιζαν να μας μισούν (некоторые начинали нас ненавидеть). Τους ενοχλούσε σφοδρά (уж больно им мешало /то/; ενοχλώ
) ότι συνέβαινε κάτι αλλιώτικο (что происходило что-то отличное) από τα συνηθισμένα (от привычного) και τα παραδεγμένα (принятого), κάτι έξω από τη ρουτίνα (что-то за пределами: «вне» рутины), κάτι άγνωστο και απίθανο (что-то неизвестное и невероятное), που τους ξεπερνούσε (что их превосходило; ξεπερνώ). Τους σκανδάλιζε (приводила в смущение; σκανδαλίζω) και τους πείραζε (и задевала) στο νοικοκυρίστικο φιλότιμό τους (их обывательское самолюбие) η «Μαύρη Χειρ» («Черная Длань»), σα μια εστία επικίνδυνης ανησυχίας (словно очаг опасного беспокойства) και απαγορευμένης φαντασίας (и запрещенной фантазии). Συνωμοτούσαν κιόλας εναντίον μας (/они/ даже сговаривались против нас) και εκδηλώνανε τη δυσαρέσκειά τους (и выражали свою неприязнь; εκδηλώνω) βίαια και βάναυσα (сильно и грубо). Πότε-πότε (время от времени), για το χατίρι της συμμορίας (ради банды; το χατίρι – одолжение; услуга; για το χατίρι — ради кого-либо; для кого-либо; в угоду кому-либо), έπεφτε και λίγο ξύλο (случались и небольшие драки: «обрушивалось немного палок»).Μερικοί άρχιζαν να μας μισούν. Τους ενοχλούσε σφοδρά ότι συνέβαινε κάτι αλλιώτικο από τα συνηθισμένα και τα παραδεγμένα, κάτι έξω από τη ρουτίνα, κάτι άγνωστο και απίθανο, που τους ξεπερνούσε. Τους σκανδάλιζε και τους πείραζε στο νοικοκυρίστικο φιλότιμό τους η «Μαύρη Χειρ», σα μια εστία επικίνδυνης ανησυχίας και απαγορευμένης φαντασίας. Συνωμοτούσαν κιόλας εναντίον μας και εκδηλώνανε τη δυσαρέσκειά τους βίαια και βάναυσα. Πότε-πότε, για το χατίρι της συμμορίας, έπεφτε και λίγο ξύλο.
Μια μέρα έπεσε ξύλο πολύ (однажды случилась драка большая: «обрушилось много палок»). Στις αυλές του λυκείου (в лицейском дворе) και στον κατήφορο (и на склоне) έγινε το ανάστα ο Θεός (произошло «воскресни, Боже» = второе пришествие). Σκίστηκαν ρούχα (одежды были разорваны; σκίζομαι
), μάτωσαν γόνατα και μούτρα (коленки и физиономии кровоточили; ματώνω), πετάχτηκαν κοτρόνες (летали камни; πετάγομαι), κατέβηκαν όλοι οι παιδονόμοι (спустились все воспитатели) με τους χάρακες στο χέρι (с линейками в руках) κ’ έδερναν δεξιά κι αριστερά (и стали раздавать тумаки направо и налево: «драли направо и налево»). Στο τέλος παρουσιάστηκε και γυμνασιάρχης (под конец появился сам директор гимназии) και ηρέμησε το πεδίο της μάχης (и поле битвы успокоилось).Μια μέρα έπεσε ξύλο πολύ. Στις αυλές του λυκείου και στον κατήφορο έγινε το ανάστα ο Θεός. Σκίστηκαν ρούχα, μάτωσαν γόνατα και μούτρα, πετάχτηκαν κοτρόνες, κατέβηκαν όλοι οι παιδονόμοι με τους χάρακες στο χέρι κ’ έδερναν δεξιά κι αριστερά. Στο τέλος παρουσιάστηκε και γυμνασιάρχης και ηρέμησε το πεδίο της μάχης.