Μια άλλη φορά (в другой раз) πολλοί μαθητές αποφάσισαν πως (много учеников решили, что; αποφασίζω
), αφού ήμασταν συμμορίτες και κακούργοι (поскольку мы были членами банды и злодеями), έπρεπε να μας παραπέμψουν σε τακτικό δικαστήριο (/они/ должны были отдать нас под регулярный суд = суд; παραπέμπω). Ήρθαν πλήθος αστυνομικοί (пришла толпа полицейских), ολόκληρο σώμα χωροφυλακής (целый корпус жандармерии), και μας συνέλαβαν (и нас схватили; συλλαμβάνω), μας έδεσαν πισθάγκωνα (связали руки за спиной: «связали сзади локти»; ο αγκώνας — локоть; πίσω — сзади) και μας έσυραν στο Κακουργιοδικείο (и потащили нас в уголовный суд; σέρνω). Πρόεδρος του δικαστηρίου ήταν ο χοντρός Μαντούδης (председателем суда был толстый Мантудис). Ο πρόεδρος λοιπόν και οι σύνεδροι (итак, председатель и присяжные) άρχισαν και μας έβριζαν (стали нас поносить: «начали и поносили нас»; βρίζω), χωρίς να μας αφήσουν να απολογηθούμε (не позволяя нам оправдаться: «без того, чтобы позволить нам оправдаться»; απολογούμαι), και το ακροατήριο μας γιουχάιζε (публика стала нас освистывать; γιουχαΐζω) κ’ ήθελε να μας πετροβολήσει (и хотела забросать нас камнями; πετροβολώ).
Μια άλλη φορά πολλοί μαθητές αποφάσισαν πως, αφού ήμασταν συμμορίτες και κακούργοι, έπρεπε να μας παραπέμψουν σε τακτικό δικαστήριο. Ήρθαν πλήθος αστυνομικοί, ολόκληρο σώμα χωροφυλακής, και μας συνέλαβαν, μας έδεσαν πισθάγκωνα και μας έσυραν στο Κακουργιοδικείο. Πρόεδρος του δικαστηρίου ήταν ο χοντρός Μαντούδης. Ο πρόεδρος λοιπόν και οι σύνεδροι άρχισαν και μας έβριζαν, χωρίς να μας αφήσουν να απολογηθούμε, και το ακροατήριο μας γιουχάιζε κ’ ήθελε να μας πετροβολήσει.
Τότε παρουσιάστηκε ένας μαθητής (тогда появился один ученик; παρουσιάζομαι
), που λεγότανε Παππάς (которого звали Паппас), και δήλωσε πως ήτανε δικηγόρος (и заявил, что /он/ адвокат) και πως ήθελε να αναλάβει την υπεράσπισή μας (и что хочет принять на себя нашу защиту; αναλαμβάνω). Με πολλή δυσφορία (с большим неудовольствием) ο Μαντούδης του έδωσε την άδεια να μιλήσει (Мантудис дал ему разрешение говорить). Κι ο Παππάς τότε άρχισε να βγάζει λόγο (тогда Паппас стал выступать: «произносить речь») και να κατηγορεί το Μαντούδη και τους συντρόφους του, τόσο πολύ (и обвинять Мантудиса и его товарищей так сильно; κατηγορώ) που κόντεψε να παρασύρει το ακροατήριο με το μέρος του (что был близок /к тому/, чтобы перетянуть аудиторию на свою сторону; κοντεύω; παρασέρνω) (είχε ίσως προσωπικά (возможно, у него были личные счеты: «личное») με τα μέλη του δικαστηρίου (с членами суда; το μέλος). Στο τέλος ο Μαντούδης όρμησε απάνω στον Παππά (под конец Мантудис набросился на Паппаса; ορμώ) και κυλίστηκαν καταγής (и /они/ покатились по земле; κυλιέμαι).
Τότε παρουσιάστηκε ένας μαθητής, που λεγότανε Παππάς, και δήλωσε πως ήτανε δικηγόρος και πως ήθελε να αναλάβει την υπεράσπισή μας. Με πολλή δυσφορία ο Μαντούδης του έδωσε την άδεια να μιλήσει. Κι ο Παππάς τότε άρχισε να βγάζει λόγο και να κατηγορεί το Μαντούδη και τους συντρόφους του, τόσο πολύ που κόντεψε να παρασύρει το ακροατήριο με το μέρος του (είχε ίσως προσωπικά με τα μέλη του δικαστηρίου). Στο τέλος ο Μαντούδης όρμησε απάνω στον Παππά και κυλίστηκαν καταγής.
Προτού γενικευτεί η συμπλοκή (прежде чем драка стала всеобщей; γενικεύομαι
), η χωροφυλακή μας άρπαξε (жандармерия нас схватила; αρπάζω) καθώς και τον Παππά (также, как и Паппаса) και μας φυλάκισε όλους μαζί (и заключила всех нас вместе; φυλακίζω) σ’ ένα σκοτεινό καλύβι (в темной лачуге) και δεν άφηνε το πλήθος να πλησιάσει (и не давала толпе приблизиться; πλησιάζω). Μονάχα οι χωροφύλακες (только жандармы) και οι δικαστές ανέβαιναν στη στέγη του καλυβιού (и судьи поднимались на крышу лачуги; ανεβαίνω) και μας πετούσαν χώματα (и бросали в нас землей; πετώ) από τις χαραμάδες (сквозь щели).
Προτού γενικευτεί η συμπλοκή, η χωροφυλακή μας άρπαξε καθώς και τον Παππά και μας φυλάκισε όλους μαζί σ’ ένα σκοτεινό καλύβι και δεν άφηνε το πλήθος να πλησιάσει. Μονάχα οι χωροφύλακες και οι δικαστές ανέβαιναν στη στέγη του καλυβιού και μας πετούσαν χώματα από τις χαραμάδες.