Ήτανε κρεμάλες. Οι εκτελέσεις είχαν γίνει τα ξημερώματα, ίσια απέναντι στην κεντρική είσοδο του λυκείου. Οι δύο κρεμασμένοι φορούσανε κόκκινα φέσια και μακριές πουκαμίσες. Στα στήθη τους ήταν καρφιτσωμένα κάτι μεγάλα χαρτιά, που γράφανε, υποθέτω, τα κακουργήματά τους. Τα χέρια τους ήταν δεμένα πισθάγκωνα, τα πόδια τους όμως ήταν ελεύθερα. Του ενός ήταν ίσια τεντωμένα, ενώ του άλλου ήταν στραβωμένα και τυραννισμένα σα να είχε συμβεί ο θάνατος μες σ’ ένα σπασμό ολόκληρου του κορμιού. Πότε-πότε ο αέρας κουνούσε ελαφριά τα δύο κουφάρια, τα έστρεφε από τη μια μεριά στην άλλη.
Με κατείχε τώρα (тогда мной завладело; κατέχω
) ένα ανάμικτο αίσθημα αηδίας και φρίκης (смешанное чувство отвращения и ужаса), μια διπλή διάθεση (двойное желание) να λιγοθυμήσω και να κάνω εμετό (упасть в обморок и рвоты: «сделать рвоту»). Μα ήταν αδύνατο να φύγω (но было невозможно уйти). Ένιωθα τα πόδια μου καρφωμένα στο λιθόστρωτο (/я/ чувствовал, что мои ноги приросли: «прибиты» к мостовой), τα μάτια μου στυλωμένα στο απαίσιο θέαμα (а взор приковался: «мои глаза прикованы» к отвратительному зрелищу). Ήμουν μαγνητισμένος (/я/ был заворожен), καταχτημένος ολόψυχα από το θέαμα (полностью охвачен зрелищем) κι από την πρώτη αυτή μεγάλη συγκίνηση (и первым большим потрясением), που μου χάριζε αναπάντεχα η ζωή (которое мне неожиданно преподносила жизнь; χαρίζω).
Με κατείχε τώρα ένα ανάμικτο αίσθημα αηδίας και φρίκης, μια διπλή διάθεση να λιγοθυμήσω και να κάνω εμετό. Μα ήταν αδύνατο να φύγω. Ένιωθα τα πόδια μου καρφωμένα στο λιθόστρωτο, τα μάτια μου στυλωμένα στο απαίσιο θέαμα. Ήμουν μαγνητισμένος, καταχτημένος ολόψυχα από το θέαμα κι από την πρώτη αυτή μεγάλη συγκίνηση, που μου χάριζε αναπάντεχα η ζωή.
Τριγύρω μου οι άνθρωποι μιλούσαν χαμηλόφωνα (вокруг меня люди говорили вполголоса), ανταλλάσσανε εντυπώσεις (обменивались впечатлениями; ανταλλάσσω
), διηγούνταν λεπτομέρειες του θανάτου των δύο καταδίκων (рассказывали подробности смерти двух осужденных). Τους είχανε ανεβάσει, λέγανε, τον καθένα (говорили, что каждого /из/ /них/ поставили: «подняли») σ’ ένα υψηλό σκαμνί (на высокую скамейку) και τους είχανε περάσει τη θελιά στο λαιμό (и надели петли на шею). Κατόπι (после чего) ο αξιωματικός που είχε το πρόσταγμα τους ρώτησε (офицер, у которого был приказ, спросил их) ποιες ήτανε οι τελευταίες θελήσεις τους (каково было их последнее желание: «каковы были их последние желания»). Ο ένας, εκείνος που είχε τα πόδια τεντωμένα (один, тот у которого ноги были выпрямлены), ζήτησε να καπνίσει (попросил покурить; καπνίζω). Του έδωσαν ένα τσιγάρο (ему дали сигарету) και το κάπνισε με το κέφι του (и /он/ выкурил ее в свое удовольствие).
Τριγύρω μου οι άνθρωποι μιλούσαν χαμηλόφωνα, ανταλλάσσανε εντυπώσεις, διηγούνταν λεπτομέρειες του θανάτου των δύο καταδίκων. Τους είχανε ανεβάσει, λέγανε, τον καθένα σ’ ένα υψηλό σκαμνί και τους είχανε περάσει τη θελιά στο λαιμό. Κατόπι ο αξιωματικός που είχε το πρόσταγμα τους ρώτησε ποιες ήτανε οι τελευταίες θελήσεις τους. Ο ένας, εκείνος που είχε τα πόδια τεντωμένα, ζήτησε να καπνίσει. Του έδωσαν ένα τσιγάρο και το κάπνισε με το κέφι του.
Ο άλλος με τα στραβά πόδια (другой, с искривленными ногами) ζήτησε να μιλήσει (попросил высказаться). Του έδωσαν το λόγο (ему дали слово) κι αυτός ύψωσε τη φωνή (он повысил голос; υψώνω
) κι άρχισε να βρίζει (и стал ругаться). Έβρισε το Κράτος (/он/ ругал государство), την κοινωνία (общество), τους νόμους (законы), τη δικαιοσύνη (правосудие), το Σουλτάνο (султана), όλα τα έβρισε με λόγια αισχρά (/он/ все обругал бесстыдными словами). Έβρισε και τη θρησκεία (обругал и религию). Τον άφησαν να λέει (ему дали выговориться). Η τελευταία επιθυμία του μελλοθάνατου (последнее желание приговоренного к смерти) ήταν σεβαστή (было уважаемым = уважалось). Όταν κουράστηκε σώπασε (когда /он/ устал, /то/ замолчал; κουράζομαι; σωπαίνω). Κι ο άλλος, στο μεταξύ (и другой, тем временем), είχε τελειώσει το τσιγάρο του (выкурил: «закончил» свою сигарету; τελειώνω). Τότε ήρθε ο γύφτος (тогда пришел цыган) (ο θρυλικός (мифический), ο απρόσωπος (безликий), ασύλληπτος (неуловимый) και φευγαλέος (и беглый) και αιώνιος Γύφτος (и вечный Цыган)!), ήρθε κ’ έδωσε από μια κλωτσιά (пришел и дал по пинку = пнул) στο κάθε σκαμνί (каждую скамью) και τα δύο σώματα έμειναν κρεμασμένα στο κενό (и оба тела повисли: «остались висящими» в пустоте)…
Ο άλλος με τα στραβά πόδια ζήτησε να μιλήσει. Του έδωσαν το λόγο κι αυτός ύψωσε τη φωνή κι άρχισε να βρίζει. Έβρισε το Κράτος, την κοινωνία, τους νόμους, τη δικαιοσύνη, το Σουλτάνο, όλα τα έβρισε με λόγια αισχρά. Έβρισε και τη θρησκεία. Τον άφησαν να λέει. Η τελευταία επιθυμία του μελλοθάνατου ήταν σεβαστή. Όταν κουράστηκε σώπασε. Κι ο άλλος, στο μεταξύ, είχε τελειώσει το τσιγάρο του. Τότε ήρθε ο γύφτος (ο θρυλικός, ο απρόσωπος, ασύλληπτος και φευγαλέος και αιώνιος Γύφτος!), ήρθε κ’ έδωσε από μια κλωτσιά στο κάθε σκαμνί και τα δύο σώματα έμειναν κρεμασμένα στο κενό…