Ξέσπασαν όμως αρκετοί καβγάδες (однако разразилось довольно /много/ скандалов; ξεσπάω
) γι’ αυτό το ζήτημα (по этому поводу: «вопросу»), γιατί πολλοί μαθητές διαμαρτυρόντανε (потому что многие ученики протестовали; διαμαρτυρούμαι) κ’ έλεγαν (и говорили) ότι η δίκη δεν έγινε όπως έπρεπε (что суд прошел не /так/, как следует), ότι οι κατηγορούμενοι τιμωρήθηκαν (что обвиняемые были наказаны; τιμωρούμαι) χωρίς να απολογηθούν (не ответив на обвинения: «не оправдавшись»; απολογούμαι — оправдываться; отвечать на обвинения в суде) και ότι δεν είναι καθόλου σωστό (и что было совершенно неправильным) να συλλαμβάνεται ο δικηγόρος (арестовывать адвоката) και να φυλακίζεται μαζί με τους κακούργους (и заключать его вместе со злодеями). Είχε κιόλας ξυπνήσει (уже проснулся), στο κεφάλι των μικρών αυτών Βυζαντινών (в голове этих маленьких византийцев), το προαιώνιο πνεύμα της δικονομίας (извечный дух правосудия).
Ξέσπασαν όμως αρκετοί καβγάδες γι’ αυτό το ζήτημα, γιατί πολλοί μαθητές διαμαρτυρόντανε κ’ έλεγαν ότι η δίκη δεν έγινε όπως έπρεπε, ότι οι κατηγορούμενοι τιμωρήθηκαν χωρίς να απολογηθούν και ότι δεν είναι καθόλου σωστό να συλλαμβάνεται ο δικηγόρος και να φυλακίζεται μαζί με τους κακούργους. Είχε κιόλας ξυπνήσει, στο κεφάλι των μικρών αυτών Βυζαντινών, το προαιώνιο πνεύμα της δικονομίας.
Μιαν υγρή, χειμωνιάτικη μέρα (однажды влажным зимним днем), πηγαίνοντας στο σχολείο (по пути в школу: «идя в школу»), είδα από μακριά (/я/ издалека увидел) πως η πλατεία του Ταξιμιού ήτανε γεμάτη κόσμο (что площадь Таксим полна народу). Μέσα από την πρωινή ομίχλη (в утреннем тумане) ξεχώρισα δύο παράξενα μνημεία (/я/ различил два странных сооружения: «памятника»; ξεχωρίζω
) σαν πυραμίδες (похожих на пирамиды), που δεσπόζανε το πλήθος (которые возвышались над толпой; δεσπόζω). Ήτανε τωόντι πυραμίδες (/это/ действительно были пирамиды), καμωμένες η καθεμιά (каждая из которых была сделана: «сделанные каждая») από τρία πελώρια δοκάρια (из трех огромных балок). Από τις κορφές τους (с их вершин) κρεμότανε δύο άμορφα πράγματα (свисали два бесформенных предмета; κρέμομαι; η μορφή — форма; άμορφος — бесформенный).
Μιαν υγρή, χειμωνιάτικη μέρα, πηγαίνοντας στο σχολείο, είδα από μακριά πως η πλατεία του Ταξιμιού ήτανε γεμάτη κόσμο. Μέσα από την πρωινή ομίχλη ξεχώρισα δύο παράξενα μνημεία σαν πυραμίδες, που δεσπόζανε το πλήθος. Ήτανε τωόντι πυραμίδες, καμωμένες η καθεμιά από τρία πελώρια δοκάρια. Από τις κορφές τους κρεμότανε δύο άμορφα πράγματα.
Πλησίασα με κάποια νευρική ανησυχία (/я/ приблизился с каким-то нервным беспокойством; πλησιάζω
), με το προαίσθημα (с предчувствием) πως συνέβαινε κάτι πολύ δυσάρεστο (что происходит что-то очень неприятное; συμβαίνω), αλλά και εξαιρετικά ενδιαφέρον (но и чрезвычайно интересное). Έπρεπε άλλωστε (должно было, так или иначе), για να πάω στο σχολείο (чтобы мне дойти до школы), να περάσω αναγκαστικά από κει (пройти обязательно там = так или иначе, для того, чтобы дойти до школы, я должен был пройти мимо них). Πλησίασα και ξαφνικά κατάλαβα (/я/ подошел и внезапно понял). Γούρλωσα τα μάτια (/я/ вытаращил глаза; γουρλώνω) και στάθηκα μες στον κόσμο σαν απολιθωμένος (и остановился среди толпы как вкопанный: «как окаменелый»; στέκομαι; ο λίθος — камень).
Πλησίασα με κάποια νευρική ανησυχία, με το προαίσθημα πως συνέβαινε κάτι πολύ δυσάρεστο, αλλά και εξαιρετικά ενδιαφέρον. Έπρεπε άλλωστε, για να πάω στο σχολείο, να περάσω αναγκαστικά από κει. Πλησίασα και ξαφνικά κατάλαβα. Γούρλωσα τα μάτια και στάθηκα μες στον κόσμο σαν απολιθωμένος.
Ήτανε κρεμάλες (/это/ были виселицы). Οι εκτελέσεις είχαν γίνει τα ξημερώματα (казнь произошла: «казни произошли» на рассвете), ίσια απέναντι στην κεντρική είσοδο του λυκείου (прямо напротив центрального входа в лицей). Οι δύο κρεμασμένοι (оба повешенных) φορούσανε κόκκινα φέσια (были одеты в красные фески) και μακριές πουκαμίσες (и длинные рубахи). Στα στήθη τους (на груди у них) ήταν καρφιτσωμένα κάτι μεγάλα χαρτιά (были приколоты большие листы бумаги), που γράφανε, υποθέτω (где были перечислены: «написаны», /я/ полагаю), τα κακουργήματά τους (их злодеяния). Τα χέρια τους ήταν δεμένα πισθάγκωνα (руки у них были связаны за спиной), τα πόδια τους όμως ήταν ελεύθερα (ноги, однако, были свободны). Του ενός ήταν ίσια τεντωμένα (у одного они были ровно протянуты = выпрямлены; τεντώνω
), ενώ του άλλου (в то время как у другого) ήταν στραβωμένα και τυραννισμένα (скорчены и измучены) σα να είχε συμβεί ο θάνατος (словно бы смерть настала) μες σ’ ένα σπασμό ολόκληρου του κορμιού (во время судороги всего тела). Πότε-πότε (время от времени) ο αέρας κουνούσε ελαφριά τα δύο κουφάρια (ветер немного покачивал оба трупа; κουνώ), τα έστρεφε από τη μια μεριά στην άλλη (поворачивал их то в одну, то в другую сторону; στρέφω).