Οι εχθροί μας (наши враги) μας κοίταζαν αγριότερα από πάντα (смотрели на нас еще более злобно, чем всегда), είχαν όρεξη να μας ξεσκίσουν μια και καλή (у них было желание: «аппетит» разорвать нас раз и навсегда: «один /раз/ и хороший»;
— Θα σε πνίξω (/я/ тебя задушу;
Ο μικρός έβγαλε σπαραχτικές τσιριξιές (малыш стал испускать душераздирающий визг).
Οι εχθροί μας μας κοίταζαν αγριότερα από πάντα, είχαν όρεξη να μας ξεσκίσουν μια και καλή, να τελειώσει οριστικά το ζήτημά μας, όπως είχε τελειώσει οριστικά και το άλλο εκείνο ζήτημα στην πλατεία. Κι ολόκληρο, εξάλλου, το σχολείο ζητούσε αφορμή να κάνει το κακό, να σπάσει, να χτυπήσει, να ματώσει. Ένας μεγάλος μαθητής είχε αρπάξει ένα μικρό, τον είχε αναποδογυρίσει σ’ ένα θρανίο και του έσφιγγε το λαιμό με τα δύο χέρια.
— Θα σε πνίξω! ξεφώνιζε. Θα σε πνίξω!
Ο μικρός έβγαλε σπαραχτικές τσιριξιές.
Ο χοντρός Μαντούδης μας έδειχνε από μακριά (толстый Мантудис указывал на нас издалека):
— Αυτούς πρέπει να πνίξουμε, αυτούς (/вот/ их следует задушить, их).
Ένιωθα μια θελιά στο λαιμό μου (я почувствовал петлю на шее). Ο Δημητρός άρχισε να κλαίει (Димитрос начал плакать)…
Αργότερα ένας δάσκαλος (позже один учитель), εξίσου εκνευρισμένος όσο κ’ εμείς (раздраженный так же, как и мы), νόμισε πως η ευκαιρία ήταν πολύ κατάλληλη (посчитал, что это был очень подходящий случай) για να μας κάνει μια μικρή ηθική διδασκαλία (чтобы прочитать: «сделать» нам небольшое нравоучение: «моральное учение»).
Ο χοντρός Μαντούδης μας έδειχνε από μακριά:
— Αυτούς πρέπει να πνίξουμε, αυτούς.
Ένιωθα μια θελιά στο λαιμό μου. Ο Δημητρός άρχισε να κλαίει…
Αργότερα ένας δάσκαλος, εξίσου εκνευρισμένος όσο κ’ εμείς, νόμισε πως η ευκαιρία ήταν πολύ κατάλληλη για να μας κάνει μια μικρή ηθική διδασκαλία.
— Τους είδατε αυτούς τους δύο ανθρώπους στην πλατεία (/вы/ видели тех двух людей на площади), έλεγε (говорил /он/). Λοιπόν, μη νομίζετε (так вот, не думайте) ότι οι άνθρωποι αυτοί γεννήθηκαν κακούργοι (что эти люди родились злодеями;
— Τους είδατε αυτούς τους δύο ανθρώπους στην πλατεία, έλεγε. Λοιπόν, μη νομίζετε ότι οι άνθρωποι αυτοί γεννήθηκαν κακούργοι. Έγιναν κακούργοι. Δε γεννήθηκαν ελεεινοί και απαίσιοι, όπως τους είδατε σήμερα. Έγιναν ελεεινοί και απαίσιοι.
Αλλά προτού γίνουν ό, τι έγιναν (но прежде чем стать тем, чем /они/ стали), ήταν παιδιά σαν κ’ εσάς (/они/ были детьми, как и вы), πήγαιναν στο σχολείο σαν κ’ εσάς (ходили, как и вы, в школу), είχαν δασκάλους σαν κ’ εσάς (как и вы, имели учителей), δασκάλους καλούς και σεβαστούς (учителей хороших и почтенных), που τους μάθαιναν γράμματα (которые учили их наукам: «буквам»), για να γίνουν άνθρωποι ευυπόληπτοι (чтобы /они/ стали людьми почтенными) και χρήσιμοι στην κοινωνία (и полезными обществу), και τους έδιναν συμβουλές (и давали им советы), για να ακολουθήσουν το δρόμο της αρετής (чтобы /они/ следовали дорогой добродетели). Αλλά αυτοί δεν άκουγαν τους δασκάλους τους (но они не слушали своих учителей).
Αλλά προτού γίνουν ό, τι έγιναν, ήταν παιδιά σαν κ’ εσάς, πήγαιναν στο σχολείο σαν κ’ εσάς, είχαν δασκάλους σαν κ’ εσάς, δασκάλους καλούς και σεβαστούς, που τους μάθαιναν γράμματα, για να γίνουν άνθρωποι ευυπόληπτοι και χρήσιμοι στην κοινωνία, και τους έδιναν συμβουλές, για να ακολουθήσουν το δρόμο της αρετής. Αλλά αυτοί δεν άκουγαν τους δασκάλους τους.