Εκείνον τον καιρό (в то время) οι οικογενειακές περιουσίες (семейные состояния) ήταν πράγματα σίγουρα και ασάλευτα (были вещами верными и неколебимыми; σαλεύω — качаться, колебаться; ασάλευτος
), που χρειαζόταν κόπος (/так/, что требовался труд; χρειάζομαι) για να τα καταστρέψει κανείς (чтобы их разрушить: «чтобы их кто-нибудь разрушил»; καταστρέφω). Δε διαλύονταν από μόνες τους (/они/ не растворялись сами по себе; διαλύομαι), όπως συνέβηκε αργότερα (как это произошло позже; συμβαίνω). Για τούτο και κανείς δε φρόντισε (поэтому никто и не позаботился; φροντίζω) να προετοιμάσει τον Πέτρο Χαλκιά (подготовить Петроса Халкиаса; προετοιμάζω) για μια οποιαδήποτε σταδιοδρομία (к какой-нибудь карьере), απ’ αυτές που ακολουθούσαν τότε (из тех, которым следовали тогда; ακολουθώ) οι νέοι της τάξης του (молодые люди его круга; η τάξη — класс; круг /общественный/), για την πολιτική λ.χ. (к политике, например; λόγου χάρη = παραδείγματος χάρη — например) ή για τη διπλωματία (или к дипломатии) ή για το στρατό (или к армии) ή το πολεμικό ναυτικό (или к военно-морскому флоту; πολεμικός — военный; το ναυτικό — морской флот; το πολεμικό ναυτικό — военно-морской флот).Εκείνον τον καιρό οι οικογενειακές περιουσίες ήταν πράγματα σίγουρα και ασάλευτα, που χρειαζόταν κόπος για να τα καταστρέψει κανείς. Δε διαλύονταν από μόνες τους, όπως συνέβηκε αργότερα. Για τούτο και κανείς δε φρόντισε να προετοιμάσει τον Πέτρο Χαλκιά για μια οποιαδήποτε σταδιοδρομία, απ’ αυτές που ακολουθούσαν τότε οι νέοι της τάξης του, για την πολιτική λ.χ. ή για τη διπλωματία ή για το στρατό ή το πολεμικό ναυτικό.
Κι ο ίδιος (да и сам /он/) δεν είχε δείξει κανένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον (не выказал никакого особого интереса; δείχνω
) για τίποτα απολύτως (совершенно ни к чему), ούτε είχε θέσει ποτέ στον εαυτό του το ερώτημα (и никогда не ставил перед собой вопроса; θέτω) ποιός ήταν ο σκοπός της ζωής του (/о том/, какова цель его жизни). Δεν είχε ανάγκη ενός σκοπού (цель ему была не нужна). Έπαιζε μπιλιάρδο ή χαρτιά (/он/ играл в билиард или карты; παίζω), γυρνούσε τα σπίτια ανοχής (шатался по домам терпимости; γυρνώ), διάβαζε κάποτε τις εφημερίδες (иногда читал газеты; διαβάζω) ή, ξαπλωμένος στις καρέκλες της πλατείας του Συντάγματος (или, развалившись на стульях на площади Синтагма; ξαπλώνω — ложиться; разваливаться; η Πλατεία Συντάγματος — площадь Конституции /το σύνταγμα — конституция/, одна из центральных площадей Афин), μικρολογούσε άκεφα ολόκληρες νύχτες με ανθρώπους (ночи напролет: «целыми ночами» неохотно вел пустые разговоры с людьми; μικρολογώ — вести пустые разговоры; размениваться по мелочам) που, σαν κι αυτόν (которые, как и он), δεν σκοτίζονταν για τίποτα στον κόσμο (не беспокоились ни о чем на свете; σκοτίζομαι).Κι ο ίδιος δεν είχε δείξει κανένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τίποτα απολύτως, ούτε είχε θέσει ποτέ στον εαυτό του το ερώτημα ποιός ήταν ο σκοπός της ζωής του. Δεν είχε ανάγκη ενός σκοπού. Έπαιζε μπιλιάρδο ή χαρτιά, γυρνούσε τα σπίτια ανοχής, διάβαζε κάποτε τις εφημερίδες ή, ξαπλωμένος στις καρέκλες της πλατείας του Συντάγματος, μικρολογούσε άκεφα ολόκληρες νύχτες με ανθρώπους που, σαν κι αυτόν, δεν σκοτίζονταν για τίποτα στον κόσμο.
Είχε παραδεχτεί μέσα του (про себя /он/ смирился: «принял»; παραδέχομαι — принимать; решать
) πως έτσι θα περνούσε όλη η ζωή (что так пройдет вся жизнь) και πως αυτή η μέθοδος τελικά (и что этот способ, в конце концов) δεν ήταν χειρότερη από καμιάν άλλη (был не хуже любого другого; κακός — χειρότερος). Σαν κηρύχτηκε ο πρώτος βαλκανικός πόλεμος (когда была объявлена первая балканская война) του φάνηκε (ему показалось; φαίνομαι) πως πήγαινε για διακοπές (что он едет на каникулы), λίγο καιρό (ненадолго), για μια μικρή αλλαγή (для маленького изменения = для разнообразия).Είχε παραδεχτεί μέσα του πως έτσι θα περνούσε όλη η ζωή και πως αυτή η μέθοδος τελικά δεν ήταν χειρότερη από καμιάν άλλη. Σαν κηρύχτηκε ο πρώτος βαλκανικός πόλεμος του φάνηκε πως πήγαινε για διακοπές, λίγο καιρό, για μια μικρή αλλαγή.