Όταν κόπασε κάπως (когда унялся немного; κοπάζω — стихать; успокаиваться
), με την κούραση και τις κακουχίες του πολέμου (из-за усталости и военных невзгод), ο πρώτος οργασμός των πρωτόγονων ενστίκτων του (первый всплеск его первобытных инстинктов), εξακολούθησε να μάχεται (/он/ продолжал воевать; εξακολουθώ; μάχομαι) και να αποκτά (и овладевать; αποκτώ), με τη χαρά του κυνηγού (с радостью охотника), που δεν σκοτίζεται (который не заботится) για τη χρησιμότητα του παιχνιδιού (о пользе игры), ούτε έχει όρεξη (и у которого нет аппетита) να φάει όλα τα θηράματά του (съесть всю свою добычу: «добычи»; τρώω), μα απολαμβάνει (но /который/ наслаждается /тем/; απολαμβάνω) να τα καταδιώκει (/что/ преследует ее; καταδιώκω), να τα σημαδεύει (целится в нее; σημαδεύω) και να τα βλέπει καταγής (и видит /распростертой/ на земле), ζεστά ακόμα (еще горячую), να χτυπούν απελπισμένα τις φτερούγες τους (как /она/ хлопает отчаянно крыльями) — απολαμβάνει, θα έλεγα (наслаждается, /я/ бы сказал), σαν από μια θανατηφόρα αγάπη (словно движимый какой-то смертоносной любовью: «словно из-за какой-то смертоносной любви»).Όταν κόπασε κάπως, με την κούραση και τις κακουχίες του πολέμου, ο πρώτος οργασμός των πρωτόγονων ενστίκτων του, εξακολούθησε να μάχεται και να αποκτά, με τη χαρά του κυνηγού, που δεν σκοτίζεται για τη χρησιμότητα του παιχνιδιού, ούτε έχει όρεξη να φάει όλα τα θηράματά του, μα απολαμβάνει να τα καταδιώκει, να τα σημαδεύει και να τα βλέπει καταγής, ζεστά ακόμα, να χτυπούν απελπισμένα τις φτερούγες τους — απολαμβάνει, θα έλεγα, σαν από μια θανατηφόρα αγάπη.
Κάποτε, στην Αθήνα (однажды, в Афинах), ανάμεσα σε δύο εκστρατείες (между двумя походами), αντάμωσε την Κλεοπάτρα (/он/ встретил Клеопатру; ανταμώνω
). Από την πρώτη στιγμή (с первого момента) την πόθησε δυνατότερα (/он/ возжелал ее сильнее; ποθώ) από κάθε άλλη γυναίκα (чем какую-нибудь другую женщину) που είχε γνωρίσει ως τότε (с которой /он/ познакомился до этого; γνωρίζω). Ήταν ίσως ανάγκη (возможно, нужно было: «была необходимость») να περάσει μέσα από τη ζούγκλα (пройти через джунгли; περνώ), να ξεθυμάνει κάπως και με τον πιο βάρβαρο τρόπο (немного и по-варварски: «самым варварским способом» утихомириться; ξεθυμαίνω), για να μπορέσει να αισθανθεί (чтобы суметь почувствовать; μπορώ; αισθάνομαι) μια τέτοια γοητεία (такого рода очарование).Κάποτε, στην Αθήνα, ανάμεσα σε δύο εκστρατείες, αντάμωσε την Κλεοπάτρα. Από την πρώτη στιγμή την πόθησε δυνατότερα από κάθε άλλη γυναίκα που είχε γνωρίσει ως τότε. Ήταν ίσως ανάγκη να περάσει μέσα από τη ζούγκλα, να ξεθυμάνει κάπως και με τον πιο βάρβαρο τρόπο, για να μπορέσει να αισθανθεί μια τέτοια γοητεία.
Η Κλεοπάτρα ήταν μια κοπέλα αδύνατη (Клеопатра была девушкой слабой), ασθενική (болезненной), λεπτή (стройной) και ευκολόθραυστη (и хрупкой), με μεγάλα (с большими), ρεμβώδη μάτια (мечтательными глазами), χαμένα και ξεχασμένα (потерянными и забытыми; χάνω; ξεχνώ
), πέρα από όλες τις πραγματικότητες (за пределами всех реальностей), στους γαλάζιους κόσμους (в голубых мирах) των κοριτσίστικων ονείρων (девичьих мечтаний). Περνούσε στο θάμπος του αθηναϊκού μεσημεριού (/она/ шла в сиянии афинского полудня), ολόδροση (свежая), γοργή (быстрая) και μακρινή (и отстраненная: «далекая»), σα να μην έβλεπε τίποτα τριγύρω της (словно не видела ничего вокруг себя) και τόσο ελαφριά (и такая легкая) σα να μην πατούσε τη γη (словно не ступала по земле; πατώ). Ήταν σαν καμωμένη (/она/ была словно сделана) από την άχνη της Αττικής (из марева Аттики) κι από το άρωμα των μενεξέδων (и аромата фиалок; ο μενεξές — οι μενεξέδες). Μονάχα τα μάτια (только глаза) της έδιναν έντονα (явственно ей придавали) το αίσθημα της γυναικείας παρουσίας της (ощущение женского присутствия) και πρόδιδαν (и выдавали; προδίδω), στον εξασκημένο παρατηρητή (опытному наблюдателю; εξασκώ), μελλοντικά, ασχημάτιστα ακόμα πάθη (будущие, несформировавшиеся еще, страсти; σχηματίζω), που κ’ η ίδια δε θα ήξερε τη δύναμή τους (силы которых она и сама не знала; ξέρω). Το βλέμμα της τον σκλάβωσε (ее взгляд поработил его; σκλαβώνω; ο σκλάβος — раб) βίαια, άθελά της (насильно, против ее воли).Η Κλεοπάτρα ήταν μια κοπέλα αδύνατη, ασθενική, λεπτή και ευκολόθραυστη, με μεγάλα, ρεμβώδη μάτια, χαμένα και ξεχασμένα, πέρα από όλες τις πραγματικότητες, στους γαλάζιους κόσμους των κοριτσίστικων ονείρων. Περνούσε στο θάμπος του αθηναϊκού μεσημεριού, ολόδροση, γοργή και μακρινή, σα να μην έβλεπε τίποτα τριγύρω της και τόσο ελαφριά σα να μην πατούσε τη γη. Ήταν σαν καμωμένη από την άχνη της Αττικής κι από το άρωμα των μενεξέδων. Μονάχα τα μάτια της έδιναν έντονα το αίσθημα της γυναικείας παρουσίας της και πρόδιδαν, στον εξασκημένο παρατηρητή, μελλοντικά, ασχημάτιστα ακόμα πάθη, που κ’ η ίδια δε θα ήξερε τη δύναμή τους. Το βλέμμα της τον σκλάβωσε βίαια, άθελά της.