Η καινούργια φίλη του ήταν Ρωσίδα (его новая подруга была русской), κι αυτή από ράτσα (и она — породистая: «из породы»), αλλά μια ράτσα πολύ διαφορετική από της Αθηναίας (но породы совершенно другой, чем афинянка). Ήταν μια γυναίκα ως τριάντα χρονών (это была женщина лет тридцати), ωραιότατη (очень красивая), με μια πλούσια (богатой: «с богатой»), γλυκιά (сладкой) και επιβλητική ομορφιά (и величественной красотой), σαν Παναγία της ακμής της Αναγέννησης (словно Мадонна расцвета Возрождения), πολυάσχολη (очень занятая) και πολύ ζωντανή (и очень живая), έξαλλη τις ώρες του πάθους (безумная в часы страсти) και αρκετά μυστηριακή (и довольно таинственная). Διηγούταν τις πιο απίθανες ιστορίες (/она/ рассказывала самые невероятные истории;
Η καινούργια φίλη του ήταν Ρωσίδα, κι αυτή από ράτσα, αλλά μια ράτσα πολύ διαφορετική από της Αθηναίας. Ήταν μια γυναίκα ως τριάντα χρονών, ωραιότατη, με μια πλούσια, γλυκιά και επιβλητική ομορφιά, σαν Παναγία της ακμής της Αναγέννησης, πολυάσχολη και πολύ ζωντανή, έξαλλη τις ώρες του πάθους και αρκετά μυστηριακή. Διηγούταν τις πιο απίθανες ιστορίες για την καταγωγή της και τη ζωή της, προφασιζόταν πως ήταν δημοσιογράφος και μπαινόβγαινε παντού με τη μεγαλύτερη ευκολία.
Ο Πέτρος Χαλκιάς δεν την έβλεπε πολύ (Петрос Халкиас видел ее нечасто: «немного») και της μιλούσε ελάχιστα (и редко с ней разговаривал). Συναντιόνταν στην κάμαρά τους (/они/ встречались в своей: «их» комнате) αργά τη νύχτα (поздно вечером), κατάκοποι (очень уставшие;
Ο Πέτρος Χαλκιάς δεν την έβλεπε πολύ και της μιλούσε ελάχιστα. Συναντιόνταν στην κάμαρά τους αργά τη νύχτα, κατάκοποι και εκνευρισμένοι, εκτελούσαν την ερωτική πράξη ορμητικά και φουριόζικα κ’ ύστερα κοιμόντανε βαριά λίγες ώρες πλάι-πλάι. Έξω γινόταν ο Μεγάλος Πόλεμος, που απορροφούσε όλους τους λογισμούς τους.
Το μυστήριο της Ρωσίδας δεν βγήκε σε καλό (тайна/таинственность русской к добру не привела). Μια μέρα (однажды) οι Σύμμαχοι την πήραν ξαφνικά (союзники ее внезапно схватили), τη δίκασαν (судили ее;
Το μυστήριο της Ρωσίδας δεν βγήκε σε καλό. Μια μέρα οι Σύμμαχοι την πήραν ξαφνικά, τη δίκασαν, τη καταδίκασαν ως κατάσκοπο και την τουφέκισαν στο άψε-σβήσε. Ο Πέτρος Χαλκιάς δεν πρόφτασε να την αποχαιρετήσει. Κ’ η θέση του, άλλωστε, δεν ήταν πολύ εύκολη κ’ έπρεπε να δώσει λόγο για τις σχέσεις του μαζί της.
Μια μέρα (однажды), αφού τους έφεραν σε αντιπαράσταση (когда их вели на очную ставку) σ’ ένα ανακριτικό γραφείο (в следственную часть: «кабинет»), την περίμενε στο διάδρομο (/он/ поджидал ее в коридоре) για να της μιλήσει (чтобы поговорить с ней). Εκείνη πρόβαλε (она появилась;