Μια μέρα, αφού τους έφεραν σε αντιπαράσταση σ’ ένα ανακριτικό γραφείο, την περίμενε στο διάδρομο για να της μιλήσει. Εκείνη πρόβαλε ανάμεσα σε δύο Γάλλους στρατιώτες, στάθηκε μια στιγμή μπροστά του, ωραιότερη από πάντα, πυρωμένη, αστραφτερή, τον κοίταξε βαθιά στα μάτια και τον έφτυσε καταπρόσωπο. Νόμιζε, φαίνεται, πως αυτός την κατάδωσε.
Ο ανθυπολοχαγός δεν αποκρίθηκε τίποτα (младший лейтенант ничего не ответил; αποκρίνομαι). Σε τι χρησίμευαν οι συζητήσεις (какая польза была от разговоров: «для чего были нужны разговоры»; χρησιμεύω) στον ίσκιο του θανάτου (в тени смерти), που τα σκέπαζε ήδη όλα (которая уже все покрывала) για πάντα (навсегда); Σκούπισε το φτύσιμο (/он/ вытер плевок; σκουπίζω), όπως είχε σκουπίσει την προηγούμενη φορά τα δάκρυα (так же, как вытер в прошлый раз слезы), κ’ έφυγε ψυχρός και αλύγιστος (и ушел равнодушный и непреклонный; ψυχρός — холодный, равнодушный). Φρόντισε να αποδείξει (/он/ позаботился /о том/, чтобы доказать; αποδεικνύω) την αθωότητά του (свою невиновность) και ζήτησε φύλλο πορείας (и попросил командировочное предписание: «путевой лист») για τα χαρακώματα (в траншеи).
Ο ανθυπολοχαγός δεν αποκρίθηκε τίποτα. Σε τι χρησίμευαν οι συζητήσεις στον ίσκιο του θανάτου, που τα σκέπαζε ήδη όλα για πάντα; Σκούπισε το φτύσιμο, όπως είχε σκουπίσει την προηγούμενη φορά τα δάκρυα, κ’ έφυγε ψυχρός και αλύγιστος. Φρόντισε να αποδείξει την αθωότητά του και ζήτησε φύλλο πορείας για τα χαρακώματα.
Έκανε το πόλεμο των χαρακωμάτων (он прошел: «сделал» траншейную войну) ως το τέλος (до конца). Ξεκουράστηκε λίγο καιρό στην Πόλη (немного времени отдохнул в Городе; Город — с загл. буквы — имеется в виду Константинополь /Стамбул/; ξεκουράζομαι), μες στην ομαδική τρέλα των επινίκιων (в коллективном: «групповом» сумасшествии победных празднований) και στην πρόσκαιρη πραγματοποίηση των βυζαντινών θρύλων (и мимолетном осуществлении византийских легенд), χάρηκε ό, τι πρόφτασε να χαρεί (насладился тем, чем успел насладиться) στις όχθες του Κερατίου και του Βοσπόρου (на берегах Золотого Рога и Босфора; ο Κεράτιος Κόλπος — залив Золотой Рог в Босфорском проливе, на берегах которого расположен Стамбул). Στην τρέλα των Ελλήνων (к сумасшествию греков) είχε κιόλας προστεθεί η τρέλα (прибавилось к тому же сумасшествие; προστίθεμαι) των πρώτων Ρώσων εξόριστων (первых русских изгнанников), που φεύγανε από τη φωτιά της Επανάστασης (которые бежали от пламени Революции) σα λυσσασμένα κοπάδια (словно обезумевшие стада) και ρίχνονταν μες στην Πόλη (бросались в Город) πανικόβλητοι (охваченные паникой), χαμένοι (потерянные), απένταροι (без гроша /в кармане/) και παθιασμένοι για έρωτα (и страстно жаждущие любви) και για γλέντι (и кутежей).
Έκανε το πόλεμο των χαρακωμάτων ως το τέλος. Ξεκουράστηκε λίγο καιρό στην Πόλη, μες στην ομαδική τρέλα των επινίκιων και στην πρόσκαιρη πραγματοποίηση των βυζαντινών θρύλων, χάρηκε ό, τι πρόφτασε να χαρεί στις όχθες του Κερατίου και του Βοσπόρου. Στην τρέλα των Ελλήνων είχε κιόλας προστεθεί η τρέλα των πρώτων Ρώσων εξόριστων, που φεύγανε από τη φωτιά της Επανάστασης σα λυσσασμένα κοπάδια και ρίχνονταν μες στην Πόλη πανικόβλητοι, χαμένοι, απένταροι και παθιασμένοι για έρωτα και για γλέντι.
Στα 1919 ο Πέτρος Χαλκιάς έκανε την εκστρατεία της Ρωσίας (в 1919 Петрос Халкиас участвовал в походе на Россию: «делал поход…»), πολέμησε τους μπολσεβίκους (воевал с большевиками; πολεμώ), χωρίς να ξέρει γιατί (не зная зачем), και τελικά βρέθηκε στη Σμύρνη (и наконец оказался в Смирне; βρίσκομαι), ελευθερωτής και τροπαιούχος (освободителем и триумфатором), με βαθμό λοχαγού (в звании капитана).
Στα 1919 ο Πέτρος Χαλκιάς έκανε την εκστρατεία της Ρωσίας, πολέμησε τους μπολσεβίκους, χωρίς να ξέρει γιατί, και τελικά βρέθηκε στη Σμύρνη, ελευθερωτής και τροπαιούχος, με βαθμό λοχαγού.
Εκεί έμαθε το θάνατο της Κλεοπάτρας (там /он/ узнал о смерти Клеопатры; μαθαίνω), που είχε συμβεί (которая произошла; συμβαίνω) μες στην πρώτη μεγάλη επιδημία της γρίπης (во время первой большой эпидемии гриппа). Δεν την έκλαψε (/он/ее не оплакивал). Τι νόημα είχαν τα κλάματα (какой смысл был в рыданиях) ύστερα από όσα είχε δει (после /всего/ того, что /он/ видел); Κ’ οι γονείς του είχαν πεθάνει στο μεταξύ (тем временем умерли и его родители) και δεν τους είχε κλάψει (их /он/ не оплакивал тоже). Ζήτησε πάλι φύλλο πορείας για το μέτωπο (он снова попросил командировочное предписание на фронт).
Εκεί έμαθε το θάνατο της Κλεοπάτρας, που είχε συμβεί μες στην πρώτη μεγάλη επιδημία της γρίπης. Δεν την έκλαψε. Τι νόημα είχαν τα κλάματα ύστερα από όσα είχε δει; Κ’ οι γονείς του είχαν πεθάνει στο μεταξύ και δεν τους είχε κλάψει. Ζήτησε πάλι φύλλο πορείας για το μέτωπο.