Προτού φύγει, ζήτησε από την Κλεοπάτρα μια θυσία, στο όνομα της δικής του αυτοθυσίας προς το έθνος. Το ευγενικό θήραμα έπεσε απαλά, σιγανά, μες σ’ ένα ξεχείλισμα δροσιάς, στοργής και δακρυσμένης χαράς, ανάμεσα στους μενεξέδες της Αθήνας, στο ανάλαφρο χάδι της βραδινής αύρας του Σαρωνικού. Οι σκιασμένες κολόνες, ολόχρυσες, αποχαιρετούσαν άλλη μια μέρα. Το βράδυ κατέβαινε μαλακά στις αέρινες πτυχές των βουνών. Το φως διαλυόταν ανεπαίσθητα, μαζί με τους πόθους τους, μες σε μιαν απέραντη και ανέκφραστη λύπη.
Οι δύο εραστές δε μίλησαν σχεδόν καθόλου (оба любовника почти совсем не говорили;
Οι δύο εραστές δε μίλησαν σχεδόν καθόλου. Έκλαψαν μερικές στιγμές. Ύστερα ο Πέτρος Χαλκιάς σκούπισε τα μάτια του, μάζεψε μερικούς μενεξέδες και έφυγε. Δεν την ξαναείδε ποτέ πια.
Ένα μήνα αργότερα (месяцем позже), στη Θεσσαλονίκη (в Салониках), ζούσε με μιαν άλλη γυναίκα (/он/ жил с другой женщиной;
Ένα μήνα αργότερα, στη Θεσσαλονίκη, ζούσε με μιαν άλλη γυναίκα. Μόλις ξαναμπήκε στο στοιχείο του, μόλις ξαναβρήκε τους ανθρώπους του, τους συντρόφους του, τους αρχηγούς του και τους κατώτερους του, μόλις ανάσανε πάλι την άγρια μυρωδιά του πολέμου, τα ξέχασε σχεδόν όλα.
Του έμεινε, σαν από μιαν άλλη ζωή (у него осталось, словно бы из другой жизни;
Του έμεινε, σαν από μιαν άλλη ζωή, ένα γλυκύπικρο αίσθημα πολύ διαλεχτής και μελαγχολικής ηδονής, του ξαναέρχονταν κάποτε στη θύμηση μερικές θολές εικόνες λεπτότατης ομορφιάς και μενεξεδένιων τοπίων, σαν αναμνήσεις μακρινών ονείρων, σα να μην ανήκαν σε τούτον τον κόσμο η κόρη της Αθήνας και η φύση της Αττικής και η αιθέρια γοητεία τους, που τον είχε σκλαβώσει για μια στιγμή.
Τα έδιωχνε βάναυσα όλα αυτά από το νου του (/он/ грубо гнал все это из мыслей: «из ума»). Ξαναγινόταν τραχύς και σκληρός (/он/ опять становился резким и жестоким) και μάλιστα με περισσότερη πείρα (и, к тому же, более опытным: «с большим опытом»). Η κόρη της Αθήνας (афинская дева) ήταν ένα μεγάλο απόκτημα στη ζωή του (была большим достижением: «приобретением» в его жизни) και στη γνώση του του έρωτα (и в его познаниях о любви), μα ένα απόκτημα ξεπερασμένο (но достижением, отжившим /свой век/;
Τα έδιωχνε βάναυσα όλα αυτά από το νου του. Ξαναγινόταν τραχύς και σκληρός και μάλιστα με περισσότερη πείρα. Η κόρη της Αθήνας ήταν ένα μεγάλο απόκτημα στη ζωή του και στη γνώση του του έρωτα, μα ένα απόκτημα ξεπερασμένο, αχρηστεμένο. Φτάνει!