Όσες νύχτες έμειναν εκεί δεν είχε κοιμηθεί σχεδόν καθόλου. Περίμενε να αποκοιμηθούν οι γονείς του κ’ ύστερα έβγαινε στα κλεφτά στο μπαλκόνι της κάμαράς του και ξεχνιότανε εκεί ολόκληρες ώρες, στο σεληνόφωτο, σα μαγνητισμένος, κοιτάζοντας εκστατικά το όραμα και προσπαθώντας να ακούσει, μέσα από τη βαριά σιγή, την υγρή ανατριχίλα των φυλλωμάτων. Κι ο ίδιος, αργότερα, δεν ήξερε τι ακριβώς του είχε συμβεί, αν τα είχε δει όλα αυτά σε κανένα όνειρο ή αν είχε ερωτευτεί κανένα φάντασμα. Ούτε μίλησε ποτέ γι’ αυτά σε κανέναν.
Ο πόλεμος σκέπασε (война приглушила: «накрыла»; σκεπάζω
) κι αυτήν την ανάμνηση (и это воспоминание), μαζί μ’ όλες τις άλλες (вместе со всеми другими), κάτω από ένα ξεχείλισμα (под избытком; ξεχειλίζω — выливаться, переполнять) πρωτόγονης και αχρησιμοποίητης ζωικής ορμής (первородного и неиспользованного животного порыва). Στην πρώτη μάχη του (в своем первом сражении), ο Πέτρος Χαλκιάς ανακάλυψε απότομα (Петрос Халкиас внезапно обнаружил; ανακαλύπτω) πως ήταν γεννημένος πολεμιστής (что /он/ был прирожденным воином; γεννιέμαι), πως αυτή ήταν η φυσικότερη και εντονότερη κλίση του (что его самой естественной и сильной склонностью было; φυσικός; έντονος), να διακινδυνεύει τη ζωή του (рисковать своей жизнью) και να σκοτώνει εχθρούς (и убивать врагов) νέους σαν κι αυτόν (молодых, как и он), δυνατούς (сильных) και άγριους (и свирепых; άγριος — дикий; свирепый).Ο πόλεμος σκέπασε κι αυτήν την ανάμνηση, μαζί μ’ όλες τις άλλες, κάτω από ένα ξεχείλισμα πρωτόγονης και αχρησιμοποίητης ζωικής ορμής. Στην πρώτη μάχη του, ο Πέτρος Χαλκιάς ανακάλυψε απότομα πως ήταν γεννημένος πολεμιστής, πως αυτή ήταν η φυσικότερη και εντονότερη κλίση του, να διακινδυνεύει τη ζωή του και να σκοτώνει εχθρούς νέους σαν κι αυτόν, δυνατούς και άγριους.
Το παιχνίδι του άρεσε (игра ему понравилась; αρέσω
). Δεν τον έσπρωχνε πια ένα ιδανικό (его более не толкал /ни/ идеал; σπρώχνω) ούτε η ανία μιας άδειας ζωής (ни скука от пустой жизни). Ο πόλεμος του έδινε (война приносила: «давала» ему) μια βάρβαρη ευχαρίστηση (какое-то варварское удовольствие). Ένα πλεόνασμα θέλησης (избыток воли), ενεργητικότητας (активности), σκληρότητας (жестокости) και ερωτισμού (и эротизма), άγνωστο μέσα του ως τότε (до этого ему незнакомый), ξυπνούσε ακατάσχετο (просыпался в нем неудержимый; ξυπνώ) και τον κυριαρχούσε (и овладевал им; κυριαρχώ). Ποτέ του δεν είχε νιώσει (никогда он не чувствовал; νιώθω) τόση ακμή (столько приподнятости; η ακμή — расцвет; кульминация), τόσο σφρίγος (столько бодрости), τόση χαρά ζωής (столько радости жизни), όσο τώρα στους κάμπους του θανάτου (сколько теперь на полях смерти). Ούτε και τόση περηφάνια (ни столько гордости). Του φαινόταν κιόλας (ему даже казалось; φαίνομαι) πως ένας άντρας (что мужчина), που ποτέ δε σκότωσε πολεμώντας (который никогда не убивал, воюя: σκοτώνω; πολεμώ), ήταν ανάξιος να λέγεται άντρας (был недостоин называться мужчиной; άξιος — достойный; ανάξιος — недостойный), όπως κ’ ένας (как и тот) που ποτέ δεν απόκτησε μια γυναίκα (который никогда не овладел женщиной; αποκτώ — аорист: απόκτησε = απέκτησε).Το παιχνίδι του άρεσε. Δεν τον έσπρωχνε πια ένα ιδανικό ούτε η ανία μιας άδειας ζωής. Ο πόλεμος του έδινε μια βάρβαρη ευχαρίστηση. Ένα πλεόνασμα θέλησης, ενεργητικότητας, σκληρότητας και ερωτισμού, άγνωστο μέσα του ως τότε, ξυπνούσε ακατάσχετο και τον κυριαρχούσε. Ποτέ του δεν είχε νιώσει τόση ακμή, τόσο σφρίγος, τόση χαρά ζωής, όσο τώρα στους κάμπους του θανάτου. Ούτε και τόση περηφάνια. Του φαινόταν κιόλας πως ένας άντρας, που ποτέ δε σκότωσε πολεμώντας, ήταν ανάξιος να λέγεται άντρας, όπως κ’ ένας που ποτέ δεν απόκτησε μια γυναίκα.
Έτσι γύρισε απάνω-κάτω τη μακεδονική ζούγκλα (так он обошел сверху вниз = полностью
македонские джунгли; γυρίζω), σαν ένα νέο (словно молодой), ασυγκράτητο αγρίμι (безудержный зверь), σκοτώνοντας οπλισμένους εχθρούς (убивая вооруженных врагов; σκοτώνω) και παίρνοντας τις γυναίκες (и овладевая женщинами) όπου τις εύρισκε (где их находил; βρίσκω), με την ευκολία του πολεμιστή (с легкостью воина) και του νικητή (и победителя), Τουρκάλες (турчанками), Σλάβες (славянками), Εβραίες (еврейками), Ελληνίδες (гречанками).Έτσι γύρισε απάνω-κάτω τη μακεδονική ζούγκλα, σαν ένα νέο, ασυγκράτητο αγρίμι, σκοτώνοντας οπλισμένους εχθρούς και παίρνοντας τις γυναίκες όπου τις εύρισκε, με την ευκολία του πολεμιστή και του νικητή, Τουρκάλες, Σλάβες, Εβραίες, Ελληνίδες.