Φύγαμε το μεσημέρι να πάμε στα σπίτια μας. Η πλατεία του Ταξιμιού είχε αδειάσει από τον κόσμο, οι κρεμάλες είχαν σηκωθεί. Μονάχα μερικοί λάκκοι φανέρωναν τη θέση όπου είχανε στηθεί τα εργαλεία της δικαιοσύνης. Μερικοί σαστισμένοι άνθρωποι στέκονταν και χάζευαν τους λάκκους και δεν είχαν όρεξη να απομακρυνθούν. Στάθηκα κ’ εγώ εκεί μερικά λεπτά κ’ ύστερα με ξανάπιασε η τρομάρα και πήρα δρόμο.
Πέρασα μια πολύ άσκημη νύχτα (/я/ провел чрезвычайно скверную ночь). Το απαίσιο όραμα με καταδίωκε (отвратительное зрелище преследовало меня;
Πέρασα μια πολύ άσκημη νύχτα. Το απαίσιο όραμα με καταδίωκε στον ύπνο και τον ξύπνο, ανακατωμένο με τα συγκεχυμένα ονειροπολήματα της συμμορίας — μάσκες, περίστροφα, κρυψώνες, σκαρφαλώματα τοίχων, τρεχάματα στις στέγες της πολιτείας μες στο σκοτάδι, κ’ ύστερα, ξαφνικά, τα δύο κουφάρια με τα φεσάκια και τις πουκαμίσες που αργοκουνιόντανε μες στην ομίχλη. Και κάποτε οι δύο κρεμασμένοι μεγάλωναν, μεγάλωναν, σκέπαζαν τον κόσμο. Κ’ ένιωθα πάλι μια θελιά στο λαιμό.
Την επόμενη (на следующий /день/), σαν ξαναβρήκα τους συντρόφους μου στο σχολείο (когда /я/ опять встретился со своими товарищами в школе), δε μιλήσαμε καθόλου για τη συμμορία (/мы/ и слова не промолвили о банде: «мы совсем не говорили о банде»). Πέρασαν μέρες και εβδομάδες (прошли дни и недели) και δεν έγινε πια κανένας λόγος γι’ αυτήν (но речь о ней больше не заходила: «но больше не случалось речи о ней»). Η ιδεατή προσωπικότητά της (ее воображаемый образ) είχε σβήσει για πάντα (угас навсегда).
Την επόμενη, σαν ξαναβρήκα τους συντρόφους μου στο σχολείο, δε μιλήσαμε καθόλου για τη συμμορία. Πέρασαν μέρες και εβδομάδες και δεν έγινε πια κανένας λόγος γι’ αυτήν. Η ιδεατή προσωπικότητά της είχε σβήσει για πάντα.
Η λίμνη
Στα 1912 ο Πέτρος Χαλκιάς ήταν είκοσι δύο χρονών (в 1912 Петросу Халкиасу было двадцать два года). Πήγε στον πόλεμο (/он/ ушел на войну;
Στα 1912 ο Πέτρος Χαλκιάς ήταν είκοσι δύο χρονών. Πήγε στον πόλεμο με την πρώτη φουρνιά, συνεπαρμένος από τον ενθουσιασμό του έθνους, χωρίς βέβαια να φαντάζεται πως έμελλε να φορεί, περίπου ακατάπαυστα, τη στολή εκστρατείας απάνω από δέκα χρόνια.
Ως τότε (до того) δεν είχε νιώσει πολλά πράγματα (/он/ не испытал многого: «многих вещей»;
Ως τότε δεν είχε νιώσει πολλά πράγματα από τη ζωή. Είχε περάσει τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια ασυνείδητα και σκυθρωπά, δίχως χαρά, μα και δίχως μέριμνες, ανάμεσα σε γονείς ηλικιωμένους, αυστηρούς και λιγομίλητους. Δεν είχε αδέλφια. Ήταν παραδεγμένο σιωπηρά μες στην οικογένεια πως ο νέος δεν είχε ανάγκη να δουλέψει.