Περιφρονούσαν τους δασκάλους τους (/они/ презирали своих учителей;
Περιφρονούσαν τους δασκάλους τους, αμελούσαν τα μαθήματά τους, δεν ήθελαν να ακολουθήσουν καμιά συμβουλή κ’ έκαναν ό, τι τους περνούσε από το κεφάλι, όπως κάνετε κ’ εσείς, και ατακτούσαν συνεχώς, όπως κ’ εσείς, κι αντί να γίνουν καλά παιδιά έγιναν παλιόπαιδα, όπως γίνατε κ’ εσείς. Κι από αταξία σε αταξία κι από κακία σε κακία, έφτασαν εκεί που τους είδατε σήμερα. Εκεί μπορείτε να φτάσετε μια μέρα κ’ εσείς.
Τότε ένας μαθητής σηκώθηκε (тогда один ученик встал) κλαίγοντας με λυγμούς (рыдая: «плача с рыданиями») και τραύλισε (и пробормотал;
— Γιατί, κύριε, μας τα λέτε αυτά (зачем вы нам это говорите, господин); Γιατί (зачем);
— Σας τα λέω (/я/ вам это говорю), αποκρίθηκε ο δάσκαλος (ответил учитель), για να παραδειγματιστείτε (чтобы /вы/ учились на примере) και να μη γίνετε κ’ εσείς (чтобы вы не стали /такими же/) σαν κι αυτούς τους κρεμασμένους (как эти повешенные).
Τότε ένας μαθητής σηκώθηκε κλαίγοντας με λυγμούς και τραύλισε:
— Γιατί, κύριε, μας τα λέτε αυτά; Γιατί;
— Σας τα λέω, αποκρίθηκε ο δάσκαλος, για να παραδειγματιστείτε και να μη γίνετε κ’ εσείς σαν κι αυτούς τους κρεμασμένους.
Τότε ένας άλλος μαθητής σηκώθηκε (тогда встал другой ученик) και φώναξε με αγανάκτηση (и закричал с возмущением):
— Αυτοί οι κρεμασμένοι (те повешенные), κύριε, είναι χαμάληδες και Τουρκαλάδες (это носильщики =
— Δεν έχει σημασία (не имеет значения), είπε ο δάσκαλος (сказал учитель). Όλα τα έθνη βγάζουν κακούργους (все народы порождают преступников: «злодеев»).
Ο μαθητής ανέβηκε απάνω στο θρανίο (ученик забрался на парту) κατακόκκινος και άγριος (красный и злой) και φώναξε ακόμα δυνατότερα (и закричал еще громче):
— Εμάς, κύριε (у нас, господин), οι πατέρες μας (наши отцы) είναι τίμιοι άνθρωποι (это люди почтенные) κ’ εμείς είμαστε (и мы такие же) σαν τους πατέρες μας (как и наши отцы).
Τότε ένας άλλος μαθητής σηκώθηκε και φώναξε με αγανάκτηση:
— Αυτοί οι κρεμασμένοι, κύριε, είναι χαμάληδες και Τουρκαλάδες, ενώ εμείς είμαστε Έλληνες!
— Δεν έχει σημασία, είπε ο δάσκαλος. Όλα τα έθνη βγάζουν κακούργους.
Ο μαθητής ανέβηκε απάνω στο θρανίο κατακόκκινος και άγριος και φώναξε ακόμα δυνατότερα:
— Εμάς, κύριε, οι πατέρες μας είναι τίμιοι άνθρωποι κ’ εμείς είμαστε σαν τους πατέρες μας.
Κ’ ενώ ο δάσκαλος άρχιζε τη διαλογική συζήτηση (и пока учитель начинал диалог: «диалогический разговор») και τις επιχειρηματολογίες (и доводы) κάποιος άλλος φώναξε (кто-то другой закричал) δείχνοντας εμάς (указывая на нас):
— Να τα πείτε σ’ αυτούς (скажите это им) που έχουν συμμορία (у которых банда)!
Κανένα μάθημα δεν έγινε εκείνο το πρωί (в то утро не было проведено: «не произошло» ни одного урока) κι ούτε ήτανε δυνατό να γίνει (да и не было возможно, чтобы было проведено).
Κ’ ενώ ο δάσκαλος άρχιζε τη διαλογική συζήτηση και τις επιχειρηματολογίες κάποιος άλλος φώναξε δείχνοντας εμάς:
— Να τα πείτε σ’ αυτούς που έχουν συμμορία!
Κανένα μάθημα δεν έγινε εκείνο το πρωί κι ούτε ήτανε δυνατό να γίνει.
Φύγαμε το μεσημέρι να πάμε στα σπίτια μας (в полдень мы отправились по домам: «мы ушли, чтобы пойти по своим домам»). Η πλατεία του Ταξιμιού είχε αδειάσει από τον κόσμο (площадь Таксим опустела: «опустела от народа»;