Έξαφνα άκουσα θόρυβο (внезапно /я/ услышал шум). Οι θυρωροί κ’ οι παιδονόμοι του λυκείου (привратники и воспитатели лицея), κατά διαταγή του γυμνασιάρχη (по приказу директора гимназии), είχαν κάνει έφοδο μες στο πλήθος (совершали ревизию в толпе) και μάζευαν με τη βία τους μαθητές (и силой собирали учеников; μαζεύω
) που, καθώς εγώ (которые, также как и я), καθυστερούσαν γύρω στις κρεμάλες (задержались у: «вокруг» виселиц; καθυστερώ). Ένα δυνατό χέρι (какая-то сильная рука) με άρπαξε κ’ εμένα και με έσυρε (схватила меня и стала тащить).
Έξαφνα άκουσα θόρυβο. Οι θυρωροί κ’ οι παιδονόμοι του λυκείου, κατά διαταγή του γυμνασιάρχη, είχαν κάνει έφοδο μες στο πλήθος και μάζευαν με τη βία τους μαθητές που, καθώς εγώ, καθυστερούσαν γύρω στις κρεμάλες. Ένα δυνατό χέρι με άρπαξε κ’ εμένα και με έσυρε.
Το σχολείο ήταν ανάστατο (вся школа была поднята на ноги). Ο γυμνασιάρχης είχε διατάξει (директор гимназии приказал; διατάζω
) να κενωθούν όλες οι τάξεις (чтобы были освобождены все классы; κενώνομαι) που έβλεπαν προς την πλατεία (которые выходили: «смотрели» на площадь). Οι μαθητές συνωστιζόντανε στις πίσω κάμαρες (ученики теснились в задних комнатах), παθιασμένοι (страстные), αγριεμένοι (раздраженные), με αστραφτερά μάτια (со сверкающими глазами), και μουγγρίζανε άναρθρα (и нечленораздельно рычали; μουγγρίζω) σαν ένα πλήθος μικροί λύκοι (словно стая: «толпа» маленьких волчат). Ο τετράγωνος, μαυροντυμένος άνθρωπος (квадратный, одетый в черное человек) έτρεχε βιαστικά (бегал торопливо) και άσκοπα (и бесцельно) από τη μια τάξη στην άλλη (из одного класса в другой), ανεβοκατέβαινε σκάλες (поднимался и спускался по лестницам; ανεβαίνω — подниматься; κατεβαίνω — спускаться; ανεβοκατεβαίνω — подниматься и спускаться; ходить вверх и вниз), έδινε οδηγίες αντιφατικές και ασυνάρτητες (давал противоречивые и бессвязные указания). Για πρώτη φορά (в первый раз) είχε χάσει την ψυχραιμία του (/он/ потерял свое хладнокровие).
Το σχολείο ήταν ανάστατο. Ο γυμνασιάρχης είχε διατάξει να κενωθούν όλες οι τάξεις που έβλεπαν προς την πλατεία. Οι μαθητές συνωστιζόντανε στις πίσω κάμαρες, παθιασμένοι, αγριεμένοι, με αστραφτερά μάτια, και μουγγρίζανε άναρθρα σαν ένα πλήθος μικροί λύκοι. Ο τετράγωνος, μαυροντυμένος άνθρωπος έτρεχε βιαστικά και άσκοπα από τη μια τάξη στην άλλη, ανεβοκατέβαινε σκάλες, έδινε οδηγίες αντιφατικές και ασυνάρτητες. Για πρώτη φορά είχε χάσει την ψυχραιμία του.
Ο κ. Δημητρακόπουλος χειρονομούσε νευρικά (г-н Димитракопулос нервно жестикулировал; χειρονομώ
) μες στους διαδρόμους (в коридорах) και διαμαρτυρόταν εναντίον των αρχών (и протестовал против властей; διαμαρτύρομαι). Δεν επιτρέπεται, έλεγε (не позволено, говорил /он/), να στήνουνε κρεμάλες εμπρός στα εκπαιδευτήρια (устанавливать виселицы перед учебными заведениями; στήνω), το θέαμα αυτό είναι αντιπαιδαγωγικό (это зрелище антипедагогично). Οι άλλοι δάσκαλοι συγκατανεύανε σιωπηλά (другие учителя молча соглашались; συγκατανεύω) με κουνήματα της κεφαλής (кивками головы).
Ο κ. Δημητρακόπουλος χειρονομούσε νευρικά μες στους διαδρόμους και διαμαρτυρόταν εναντίον των αρχών. Δεν επιτρέπεται, έλεγε, να στήνουνε κρεμάλες εμπρός στα εκπαιδευτήρια, το θέαμα αυτό είναι αντιπαιδαγωγικό. Οι άλλοι δάσκαλοι συγκατανεύανε σιωπηλά με κουνήματα της κεφαλής.
Οι σύντροφοι μου της συμμορίας και εγώ συναχτήκαμε αυθόρμητα (мои товарищи по банде и я спонтанно собрались; συνάγομαι
) και ζαρώσαμε όλοι μαζί σ’ ένα θρανίο (и все вместе съежились за одной партой; ζαρώνω), πελιδνοί από τον τρόμο (мертвенно-бледные от страха), που μας είχε μεταδώσει το θέαμα της πλατείας (который в нас вселило: «нам передало» зрелище на площади; μεταδίδω) και που μόλις τώρα τον συνειδητοποιούσαμε (и которое мы только сейчас осознавали; συνειδητοποιώ), κι από κάποιο ανομολόγητο (и от какого-то непередаваемого) και ανεξήγητο αίσθημα ενοχής (и необъяснимого чувства вины). Κι άλλοι όμως πολλοί (однако и у многих других) είχαν αυτή την εντύπωση (было такое же впечатление) πως η συμμορία έφταιγε σε κάτι (что банда была в чем-то виновата; φταίω).
Οι σύντροφοι μου της συμμορίας και εγώ συναχτήκαμε αυθόρμητα και ζαρώσαμε όλοι μαζί σ’ ένα θρανίο, πελιδνοί από τον τρόμο, που μας είχε μεταδώσει το θέαμα της πλατείας και που μόλις τώρα τον συνειδητοποιούσαμε, κι από κάποιο ανομολόγητο και ανεξήγητο αίσθημα ενοχής. Κι άλλοι όμως πολλοί είχαν αυτή την εντύπωση πως η συμμορία έφταιγε σε κάτι.