Όλη αυτή η γκρίζα νιότη (все это серое отрочество) του είχε αφήσει (оставило у него; αφήνω
) μονάχα μιαν ανάμνηση ομορφιάς (только одно воспоминание о красоте). Σαν ήταν ακόμη παιδί (когда он был еще ребенком), ως δώδεκα ή δεκατριών χρονών (примерно двенадцати или тринадцати лет), οι γονείς του τον είχαν πάει στη Βιέννη (его родители повезли его в Вену), όπου ο πατέρας Χαλκιάς (где у отца Халкиаса) είχε άλλοτε σημαντικές υποθέσεις (прежде были важные дела). Μ’ αυτήν την ευκαιρία (благодаря этому удобному случаю) είχαν γυρίσει κάμποσο (/они/ довольно /много/ поездили; γυρίζω) στα εδάφη της τότε Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας (по территории тогдашней Австро-Венгерской Империи) κ’ είχαν σταματήσει λίγες μέρες, για ξεκούραση (и остановились на несколько дней отдохнуть: «на отдых»; σταματώ), στις όχθες μιας λίμνης των αυστριακών Άλπεων (на берегах озера в австрийских Альпах).Όλη αυτή η γκρίζα νιότη του είχε αφήσει μονάχα μιαν ανάμνηση ομορφιάς. Σαν ήταν ακόμη παιδί, ως δώδεκα ή δεκατριών χρονών, οι γονείς του τον είχαν πάει στη Βιέννη, όπου ο πατέρας Χαλκιάς είχε άλλοτε σημαντικές υποθέσεις. Μ’ αυτήν την ευκαιρία είχαν γυρίσει κάμποσο στα εδάφη της τότε Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας κ’ είχαν σταματήσει λίγες μέρες, για ξεκούραση, στις όχθες μιας λίμνης των αυστριακών Άλπεων.
Τι ξεχωριστό είχε αυτή η λίμνη (что особенного было в этом озере) ο Πέτρος Χαλκιάς δε θυμόταν πια (Петрос Халкиас уже не помнил; θυμάμαι
). Θυμόταν μονάχα τη γοητεία της (/он/ помнил только его притягательность), που τον είχε κατακτήσει αλλόκοτα (которая странным образом овладела им; κατακτώ) μόλις αντίκρισε (как только он увидел; αντικρίζω — видеть, различать) τη γαλήνια έκταση του πράσινου νερού (спокойную гладь зеленой воды), κλεισμένη μες στην άγρια μεγαλοπρέπεια (заключенную в диком великолепии; κλείνω) των βουνών και των δασών (гор и лесов), μόλις αισθάνθηκε εκεί (как только /он/ ощутил там; αισθάνομαι), για πρώτη φορά (в первый раз), το δέος και την έξαρση της σιγής της φύσης (страх и восторг от молчания природы). Δεν είχε αισθανθεί κάτι παρόμοιο ποτέ πια (никогда раньше /он/ не испытывал ничего подобного). Ήταν σα να πέρασε απάνω του μια πνοή μαγείας (словно бы над ним пронеслось дуновение волшебства; περνώ), ξανοίγοντάς του (открыв ему; ξανοίγω), για μια στιγμή (на миг), έναν κόσμο εξωτικό (мир экзотический), παραμυθένιο (сказочный), που δεν του άνηκε (который ему не принадлежал; ανήκω), που δεν είχε γίνει γι’ αυτόν (который не был создан: «стал» для него; γίνομαι).Τι ξεχωριστό είχε αυτή η λίμνη ο Πέτρος Χαλκιάς δε θυμόταν πια. Θυμόταν μονάχα τη γοητεία της, που τον είχε κατακτήσει αλλόκοτα μόλις αντίκρισε τη γαλήνια έκταση του πράσινου νερού, κλεισμένη μες στην άγρια μεγαλοπρέπεια των βουνών και των δασών, μόλις αισθάνθηκε εκεί, για πρώτη φορά, το δέος και την έξαρση της σιγής της φύσης. Δεν είχε αισθανθεί κάτι παρόμοιο ποτέ πια. Ήταν σα να πέρασε απάνω του μια πνοή μαγείας, ξανοίγοντάς του, για μια στιγμή, έναν κόσμο εξωτικό, παραμυθένιο, που δεν του άνηκε, που δεν είχε γίνει γι’ αυτόν.
Όσες νύχτες έμειναν εκεί (все ночи, которые они там провели: «сколько ночей /они/ там провели»; μένω
) δεν είχε κοιμηθεί σχεδόν καθόλου (/он/ почти совсем не спал; κοιμάμαι). Περίμενε να αποκοιμηθούν οι γονείς του (/он/ ждал, пока уснут его родители; περιμένω; αποκοιμάμαι) κ’ ύστερα έβγαινε στα κλεφτά (а затем выходил украдкой; ο κλέφτης — вор; στα κλεφτά — тайком, украдкой) στο μπαλκόνι της κάμαράς του (на балкон своей комнаты) και ξεχνιότανε εκεί ολόκληρες ώρες (и забывался там целыми часами; ξεχνιέμαι), στο σεληνόφωτο (в лунном свете), σα μαγνητισμένος (словно завороженный; μαγνητίζω — намагничивать; завораживать), κοιτάζοντας εκστατικά το όραμα (глядя в экстазе на видение; κοιτάζω) και προσπαθώντας να ακούσει (и пытаясь услышать; προσπαθώ, ακούω), μέσα από τη βαριά σιγή (в глубоком молчании: «тяжелом молчании»), την υγρή ανατριχίλα των φυλλωμάτων (влажную дрожь листвы). Κι ο ίδιος, αργότερα, δεν ήξερε (позже, он и сам не знал) τι ακριβώς του είχε συμβεί (что именно с ним произошло; συμβαίνω), αν τα είχε δει όλα αυτά (увидел ли он все это; βλέπω) σε κανένα όνειρο (в каком-нибудь сне) ή αν είχε ερωτευτεί κανένα φάντασμα (или влюбился в какой-то призрак; ερωτεύομαι). Ούτε μίλησε ποτέ (да /он/ и не говорил никогда; μιλώ) γι’ αυτά σε κανέναν (ни с кем об этом).