Ο Πέτρος Χαλκιάς ανακάλυπτε για πρώτη φορά (Петрос Халкиас в первый раз открывал; ανακαλύπτω
) τη διαφορά της ράτσας (разницу в породе) των ερωτικών θηραμάτων (любовных жертв). Το κυνήγι έπαιρνε μιαν άλλη αξία (охота обретала другую ценность), ένα νέο νόημα (новый смысл). Γινόταν εκλεκτικό και ευγενικό (становилась разборчивой благородной).Ο Πέτρος Χαλκιάς ανακάλυπτε για πρώτη φορά τη διαφορά της ράτσας των ερωτικών θηραμάτων. Το κυνήγι έπαιρνε μιαν άλλη αξία, ένα νέο νόημα. Γινόταν εκλεκτικό και ευγενικό.
Για να αποκτηθεί όμως ένα τέτοιο πλάσμα (чтобы, однако, завладеть таким существом: «чтобы такое существо было приобретено»; αποκτούμαι
), χρειάζονταν ορισμένες διατυπώσεις (требовались определенные формальности; χρειάζομαι; η διατύπωση — формулировка; формальность). Ο Πέτρος Χαλκιάς, ανίκανος να αντισταθεί στο ένστικτό του (Петрос Халкиас, неспособный противостоять своему инстинкту; αντιστέκομαι), αποφάσισε να παντρευτεί (решил жениться; αποφασίζω; παντρεύομαι). Μα οι γονείς της κόρης (но родители девушки) του δημιούργησαν δυσκολίες (создавали ему трудности; δημιουργώ) και, στο τέλος, (и, наконец) επέτρεψαν τον αρραβώνα (разрешили помолвку; επιτρέπω) υπό τον όρο (с условием) να γίνει ο γάμος ύστερα από την οριστική ειρήνη (что брак состоится после окончательного мира). Ο Πέτρος Χαλκιάς δέχτηκε τον όρο (Петрос Халкиас принял условие; δέχομαι), μα δεν πίστευε στην ειρήνη (но в мир не верил; πιστεύω).Για να αποκτηθεί όμως ένα τέτοιο πλάσμα, χρειάζονταν ορισμένες διατυπώσεις. Ο Πέτρος Χαλκιάς, ανίκανος να αντισταθεί στο ένστικτό του, αποφάσισε να παντρευτεί. Μα οι γονείς της κόρης του δημιούργησαν δυσκολίες και, στο τέλος, επέτρεψαν τον αρραβώνα υπό τον όρο να γίνει ο γάμος ύστερα από την οριστική ειρήνη. Ο Πέτρος Χαλκιάς δέχτηκε τον όρο, μα δεν πίστευε στην ειρήνη.
Ήταν έφεδρος ανθυπολοχαγός (/он/ был младшим лейтенантом запаса; έφεδρος — резервный, запасной; в запасе
), είχε κάνει δύο πολέμους (прошел: «сделал» две войны) κ’ ετοιμαζόταν για τον τρίτο (и готовился к третьей; ετοιμάζομαι). Οι σύντροφοί του είχαν επαναστατήσει στη Θεσσαλονίκη (его товарищи взбунтовались в Салониках; επαναστατώ), οργάνωναν το στρατό της Εθνικής Άμυνας (организовывали армию национальной обороны; οργανώνω), χτυπούσαν κιόλας τους Βουλγάρους (уже наносили удары по болгарам) και τους Γερμανούς (и немцам) με καινούργιες μεθόδους σκοτωμού (при помощи новых методов уничтожения). Η Μακεδονία τον καλούσε ξανά (Македония звала его опять) μέσα από τη φωτιά του παγκόσμιου πολέμου (сквозь огонь мировой войны). Κι αυτήν την φορά (и на этот раз) υπήρχαν λιγότερες ελπίδες να γυρίσει (было меньше надежд, что /он/ возвратится; λίγος — λιγότερος; γυρίζω).Ήταν έφεδρος ανθυπολοχαγός, είχε κάνει δύο πολέμους κ’ ετοιμαζόταν για τον τρίτο. Οι σύντροφοί του είχαν επαναστατήσει στη Θεσσαλονίκη, οργάνωναν το στρατό της Εθνικής Άμυνας, χτυπούσαν κιόλας τους Βουλγάρους και τους Γερμανούς με καινούργιες μεθόδους σκοτωμού. Η Μακεδονία τον καλούσε ξανά μέσα από τη φωτιά του παγκόσμιου πολέμου. Κι αυτήν την φορά υπήρχαν λιγότερες ελπίδες να γυρίσει.
Προτού φύγει (прежде чем уехать; φεύγω
), ζήτησε από την Κλεοπάτρα μια θυσία (он попросил у Клеопатры жертву; ζητώ), στο όνομα της δικής του αυτοθυσίας (во имя его собственного самопожертвования; ο δικός μου /σου, του…/ — мой /твой, его.../ собственный) προς το έθνος (своему народу). Το ευγενικό θήραμα έπεσε απαλά (благородная добыча пала кротко; πέφτω), σιγανά (молча), μες σ’ ένα ξεχείλισμα δροσιάς (во всплеске свежести), στοργής και δακρυσμένης χαράς (нежности и радости сквозь слезы: «заплаканной радости»), ανάμεσα στους μενεξέδες της Αθήνας (среди афинских фиалок), στο ανάλαφρο χάδι (в легкой ласке) της βραδινής αύρας του Σαρωνικού (вечернего ветерка с Саронического залива). Οι σκιασμένες κολόνες (затемненные колоны), ολόχρυσες (все в золоте: «полностью золотые»), αποχαιρετούσαν άλλη μια μέρα (прощались с еще одним днем; αποχαιρετώ). Το βράδυ κατέβαινε μαλακά (вечер мягко спускался; κατεβαίνω) στις αέρινες πτυχές των βουνών (на прозрачные горные изгибы; η πτυχή — складка; изгиб). Το φως διαλυόταν ανεπαίσθητα (свет незаметно рассеивался; διαλύομαι; το φως), μαζί με τους πόθους τους (вместе с их страстями), μες σε μιαν απέραντη και ανέκφραστη λύπη (в безбрежной и невыразимой печали; εκφράζω — выражать; ανέκφραστος — невыразимый).