Βγήκε από το σπίτι ξεθυμασμένος, ψύχραιμος. Αναλογίστηκε που βρισκόταν. Μα είχε ξεχάσει το όπλο του στην κάμαρα. Σαν προχώρησε μερικά βήματα, η Τουρκάλα τον πυροβόλησε πολλές φορές από το παράθυρο και τον βρήκε στην αριστερή ωμοπλάτη. Πρόφτασε να δει το χέρι της με το περίστροφο κ’ ένα στρατιώτη που πετούσε μια χειροβομβίδα μες στο ανοιχτό παράθυρό της…
«Όποιαν αγγίσω πεθαίνει (всякая, до кого я дотрагиваюсь, умирает: «которой дотронусь, /та/ умирает»;
Μα σε τι χρησίμευαν (но к чему были: «для чего были полезны»;
«Όποιαν αγγίσω πεθαίνει!» συλλογιζόταν αργότερα σαν ξεχώριζε μες στο χάος των αναμνήσεών του τις τρείς γυναικείες μορφές που τον είχαν ελκύσει δυνατότερα, τη χλωμή κόρη της Αθήνας, την τουφεκισμένη Ρωσίδα και την Τουρκάλα του Ουσάκ.
Μα σε τι χρησίμευαν αυτές οι συλλογές;
Έφτασε στη Χίο (/он/ добрался до Хиоса), ματωμένος και κουρελιασμένος (окровавленный и оборванный), με τα τελευταία λείψανα της Στρατιάς (вместе с последними остатками армии). Πρόφτασε, ωστόσο, να ορθοποδήσει (однако /он/ успел встать на ноги;
Έφτασε στη Χίο, ματωμένος και κουρελιασμένος, με τα τελευταία λείψανα της Στρατιάς. Πρόφτασε, ωστόσο, να ορθοποδήσει και να μπει και στην Αθήνα απάνω στο άλογο, με την Επανάσταση.
Σε λίγο ήταν στο μέτωπο του Έβρου (вскоре /он/ был на фронте у Эвроса) περιμένοντας, από μέρα σε μέρα (ожидая, со дня на день), τη διαταγή της προέλασης προς την Πόλη (приказа к наступлению на Город). Η διαταγή δεν ήρθε ποτέ (приказ так и не пришел: «никогда не пришел»). Απολύθηκε οριστικά το φθινόπωρο του 1923 (/он/ был уволен окончательно осенью 1923 года;
Σε λίγο ήταν στο μέτωπο του Έβρου περιμένοντας, από μέρα σε μέρα, τη διαταγή της προέλασης προς την Πόλη. Η διαταγή δεν ήρθε ποτέ. Απολύθηκε οριστικά το φθινόπωρο του 1923.
Φυτοζώησε λίγους μήνες στην Αθήνα (несколько месяцев /он/ прозябал в Афинах;
Φυτοζώησε λίγους μήνες στην Αθήνα, άνεργος, άβουλος, απροσανατόλιστος. Η πρωτεύουσα είχε αλλάξει ολότελα και στη μορφή της και στο περιεχόμενό της. Ξαναχτιζόταν για να στεγάσει πλήθη καινούργιων ανθρώπων. Ο Πέτρος Χαλκιάς δεν αναγνώριζε ούτε το περιβάλλον ούτε τα ήθη. Οι γονείς του, η αρραβωνιαστικιά του, ήταν λησμονημένοι από καιρό. Κανείς δε μιλούσε πια γι’ αυτούς.