Στάθηκε πρώτα στο Παρίσι (сперва /он/ остановился в Париже; στέκομαι), μες στη μεγάλη και αισιόδοξη βοή (среди громкого: «большого» и оптимистичного гула) της τρίτης δεκαετίας του αιώνα (третьего десятилетия этого века), στο φρενιασμένο Παρίσι (в неистовом Париже) που ανακάλυπτε θριαμβευτικά (который триумфально открывал /для себя/; ανακαλύπτω), μ’ ένα ξεχείλισμα τρελής χαράς (во всплеске безумной радости), τους Νέγρους (негров), τους Κοζάκους (казаков), τη μοντέρνα τέχνη (современное искусство), την ηδονή της ταχύτητας (и наслаждение скоростью).
Στάθηκε πρώτα στο Παρίσι, μες στη μεγάλη και αισιόδοξη βοή της τρίτης δεκαετίας του αιώνα, στο φρενιασμένο Παρίσι που ανακάλυπτε θριαμβευτικά, μ’ ένα ξεχείλισμα τρελής χαράς, τους Νέγρους, τους Κοζάκους, τη μοντέρνα τέχνη, την ηδονή της ταχύτητας.
Ανακατώθηκε λίγο καιρό (/он/ недолго путался; ανακατώνομαι) με τις παρδαλές παρέες των Ελλήνων τυχοδιωκτών (с разношерстными: «пестрыми» компаниями греков-авантюристов; ο τυχοδιώκτης — авантюрист; η τύχη — судьба; διώκω — преследовать; гнаться), χαρτοπαικτών (картежников; ο χαρτοπαίκτης — картежник; τα χαρτιά — карты; ο παίκτης — игрок), καλλιτεχνών (людей искусства), φιλοσόφων (философов), σπουδαστών (студентов), απατεώνων (обманщиков), παλαβών (безумцев) και γνωστικών (и мудрецов), που γύρευαν φωνακλάδικα τη δόξα (которые, горланя: «горласто/крикливо», искали славы; ο φωνακλάς — крикун; φωνακλάδικα — крикливо; η φωνή — голос), τον πλούτο (богатства) και την «εντατική ζωή» (и «напряженной жизни») στο φουριόζικο στροβίλισμα (в стремительном кружении) των πρώτων μεταπολεμικών χρόνων (первых послевоенных лет). Μα τελικά οι Έλληνες αυτοί δεν του άρεσαν (но во конце концов эти греки ему не понравились). Και το Παρίσι (и Париж) δεν του άρεζε να το βλέπει (ему не нравилось смотреть на него) από τα κάτω προς τα απάνω (снизу вверх). Κ’ ύστερα ήταν μαθημένος σε μια ζωή (и потом /он/ был приучен к жизни) πιο τραχιά (более грубой), πιο βαριά (более тяжелой), πιο άμεσα εντατική (более непосредственно напряженной).
Ανακατώθηκε λίγο καιρό με τις παρδαλές παρέες των Ελλήνων τυχοδιωκτών, χαρτοπαικτών, καλλιτεχνών, φιλοσόφων, σπουδαστών, απατεώνων, παλαβών και γνωστικών, που γύρευαν φωνακλάδικα τη δόξα, τον πλούτο και την «εντατική ζωή» στο φουριόζικο στροβίλισμα των πρώτων μεταπολεμικών χρόνων. Μα τελικά οι Έλληνες αυτοί δεν του άρεσαν. Και το Παρίσι δεν του άρεζε να το βλέπει από τα κάτω προς τα απάνω. Κ’ ύστερα ήταν μαθημένος σε μια ζωή πιο τραχιά, πιο βαριά, πιο άμεσα εντατική.
Κάποιο ένστικτο τον οδήγησε (какой-то инстинкт привел его; οδηγώ) στις βόρειες επαρχίες της Γαλλίας (в северные провинции Франции) και στο Βέλγιο (и в Бельгию), στις χώρες της μεγάλης βιομηχανίας (в страны с развитой: «большой» промышленностью). Εκεί ήταν περισσότερο στο στοιχείο του (там /он/ больше был в своей стихии), μες στη φωτιά (среди огня), την καπνιά (копоти) και το θόρυβο του μετάλλου (и лязга: «шума» металла), που του έδιναν ξανά την εντύπωση (которые опять давали ему ощущение) μιας αληθινής μάχης (настоящего сражения). Το βιομηχανικό τοπίο του ταίριαζε (промышленный пейзаж ему подходил; ταιριάζω) και αισθάνθηκε (и /он/ почувствовал) ότι θα κατόρθωνε να συνεννοηθεί (что смог бы договориться; κατορθώνω; συνεννοούμαι) με τους τεντωμένους αυτούς ανθρώπους (с этими напряженными людьми), που δρούσαν ακατάπαυστα (которые постоянно действовали; δρω) και μιλούσαν ελάχιστα (и очень мало разговаривали).
Κάποιο ένστικτο τον οδήγησε στις βόρειες επαρχίες της Γαλλίας και στο Βέλγιο, στις χώρες της μεγάλης βιομηχανίας. Εκεί ήταν περισσότερο στο στοιχείο του, μες στη φωτιά, την καπνιά και το θόρυβο του μετάλλου, που του έδιναν ξανά την εντύπωση μιας αληθινής μάχης. Το βιομηχανικό τοπίο του ταίριαζε και αισθάνθηκε ότι θα κατόρθωνε να συνεννοηθεί με τους τεντωμένους αυτούς ανθρώπους, που δρούσαν ακατάπαυστα και μιλούσαν ελάχιστα.
Στα 1924 άρχιζε τη δεύτερη σταδιοδρομία του (в 1924 /он/ начал свою вторую карьеру) από τους κατώτερους βαθμούς (с низших чинов), σε μια μεγάλη βιομηχανία του χάλυβα (на большом сталелитейном заводе: «на большом промышленном предприятии стали»), κοντά στα σύνορα του Βελγίου και της Γερμανίας (неподалеку от границы Бельгии и Германии).
Στα 1924 άρχιζε τη δεύτερη σταδιοδρομία του από τους κατώτερους βαθμούς, σε μια μεγάλη βιομηχανία του χάλυβα, κοντά στα σύνορα του Βελγίου και της Γερμανίας.