Οι σύντροφοί του σκορπισμένοι (его товарищи, разбросанные), αρκετοί σκοτωμένοι μες στην Καταστροφή (многие убитые в Катастрофе /имеется в виду Малоазийская Катастрофа/), άλλοι φευγάτοι (другие бежавшие) χωρίς να αφήσουν διεύθυνση (не оставив адреса), στην Αμερική (в Америку), στην Αφρική (в Африку), ο Θεός ξέρει που (Бог знает куда). Μόλις έπαψε η συγκέντρωση (как только прекратилась централизация; παύω) κ’ η σχετική πειθαρχία του πολέμου (и относительная военная дисциплина), οι Έλληνες γυρνούσαν αυθόρμητα (греки стали стихийно возвращаться) στον αναρχικό και τυχοδιωκτικό προορισμό τους (к своему анархическому и авантюристскому назначению), τραβούσαν το δρόμο ο καθένας χωριστά (каждый по отдельности шел своей дорогой; τραβώ — тянуть; тащить; тащиться, идти).
Οι σύντροφοί του σκορπισμένοι, αρκετοί σκοτωμένοι μες στην Καταστροφή, άλλοι φευγάτοι χωρίς να αφήσουν διεύθυνση, στην Αμερική, στην Αφρική, ο Θεός ξέρει που. Μόλις έπαψε η συγκέντρωση κ’ η σχετική πειθαρχία του πολέμου, οι Έλληνες γυρνούσαν αυθόρμητα στον αναρχικό και τυχοδιωκτικό προορισμό τους, τραβούσαν το δρόμο ο καθένας χωριστά.
Η πατρική του περιουσία (его отцовское наследство), εγκαταλειμμένη από καιρό στην τύχη της (уже давно оставленное на произвол судьбы: «на свою судьбу»; εγκαταλείπω), δεν είχε αντέξει σε τόσες αναστατώσεις (не выдержало столько потрясений; αντέχω). Λίγα πράγματα απομένανε (мало чего: «мало вещей» осталось; απομένω), κι αυτά χαμένα (да и то затерявшееся) μες σ’ ένα αξεδιάλυτο μπέρδεμα (в полной: «неразрешимой» неразберихе) από υποθήκες (из закладных), προσημειώσεις (временных арестов имущества), κατασχέσεις (конфискаций) και αγωγές όλων των ειδών (и разнообразных исков: «исков всех видов»). Ήταν σχεδόν σα να μην έμενε τίποτα (/это/ было почти, как если бы ничего не осталось). Δουλειές υπήρχαν πολλές και ζωηρές (работы было много и /была/ /она/ оживленной), μα οι κουραμπιέδες κ’ οι απαλλαγέντες (но тыловики и освобожденные /от/ /воинской/ /службы/; ο κουραμπιές — курабье /сладость/; тыловик) κρατούσαν όλα τα πόστα (занимали: «держали» все посты; κρατώ) και θησαυρίζανε στα σίγουρα (и наживались верными способами; στα σίγουρα — точно; верно; проверено; θησαυρίζω). Δεν ήταν εύκολο (было нелегко) να πάρει σειρά ένας άνθρωπος (чтобы занял /свое/ место: «очередь» человек) που έλειπε στα μέτωπα δέκα χρόνια (который пропадал: «отсутствовал» на фронтах десять лет; λείπω).
Η πατρική του περιουσία, εγκαταλειμμένη από καιρό στην τύχη της, δεν είχε αντέξει σε τόσες αναστατώσεις. Λίγα πράγματα απομένανε, κι αυτά χαμένα μες σ’ ένα αξεδιάλυτο μπέρδεμα από υποθήκες, προσημειώσεις, κατασχέσεις και αγωγές όλων των ειδών. Ήταν σχεδόν σα να μην έμενε τίποτα. Δουλειές υπήρχαν πολλές και ζωηρές, μα οι κουραμπιέδες κ’ οι απαλλαγέντες κρατούσαν όλα τα πόστα και θησαυρίζανε στα σίγουρα. Δεν ήταν εύκολο να πάρει σειρά ένας άνθρωπος που έλειπε στα μέτωπα δέκα χρόνια.
Ο Πέτρος Χαλκιάς, σαν κατάλαβε τη θέση του (Петрос Халкиас, как только понял свое положение = в каком положении он находится), αναλογίστηκε την ηλικία του (соразмерил свой возраст; αναλογίζομαι) και αναμέτρησε τις δυνάμεις του (и взвесил свои силы; αναμετρώ). Δεν ήταν ούτε γέρος (/он/ не был ни стариком) ούτε κουρασμένος (ни уставшим). Ίσια-ίσια αισθανόταν σκληραγωγημένος (/он/ как раз чувствовал себя закаленным), δοκιμασμένος από τους δυσκολότερους αγώνες (испытанным в самых тяжелых боях), με τη ζωτικότητά του ακέρια (с нетронутой жизненной энергией = энергичный, как и прежде), ικανός να ξαναρχίσει τη ζωή (способный начать жизнь заново) και να την κερδίσει (и выиграть ее; κερδίζω) πολεμώντας μια δεύτερη φορά (начиная борьбу: «воюя» во второй раз). Μα του χρειαζόταν ένα πεδίο δράσης (но ему нужно было поле действия) πιο πλατύ από την Αθήνα (шире, чем Афины), πιο πλούσιο σε δυνατότητες (богаче возможностями) και πιο ερεθιστικό (и более возбуждающее). Μάζεψε ό, τι μπόρεσε να μαζέψει (/он/ собрал все, что смог собрать; μαζεύω) κ’ έφυγε (и уехал) χωρίς να δώσει εξηγήσεις σε κανέναν (не дав никому объяснений), όπως είχαν φύγει κ’ οι άλλοι (как уехали и другие), όπου βγει η άκρη (и пусть будет, что будет: «куда выведет конец»).
Ο Πέτρος Χαλκιάς, σαν κατάλαβε τη θέση του, αναλογίστηκε την ηλικία του και αναμέτρησε τις δυνάμεις του. Δεν ήταν ούτε γέρος ούτε κουρασμένος. Ίσια-ίσια αισθανόταν σκληραγωγημένος, δοκιμασμένος από τους δυσκολότερους αγώνες, με τη ζωτικότητά του ακέρια, ικανός να ξαναρχίσει τη ζωή και να την κερδίσει πολεμώντας μια δεύτερη φορά. Μα του χρειαζόταν ένα πεδίο δράσης πιο πλατύ από την Αθήνα, πιο πλούσιο σε δυνατότητες και πιο ερεθιστικό. Μάζεψε ό, τι μπόρεσε να μαζέψει κ’ έφυγε χωρίς να δώσει εξηγήσεις σε κανέναν, όπως είχαν φύγει κ’ οι άλλοι, όπου βγει η άκρη.