Το κυνήγι του έρωτα (любовная охота) τώρα του ήταν πολύ εύκολο (была для него теперь очень легкой) και για τούτο το εκτιμούσε λιγότερο (и поэтому /он/ меньше ценил ее; εκτιμώ). Δε μετρούσε καν τα θηράματα (/он/ даже не считал жертв; μετρώ). Είχε όσα ήθελε (/он/ имел, сколько хотел) και από όλες τις ράτσες (и всех пород). Το σώμα του δεν είχε χορτάσει (его тело не насытилось; χορταίνω), οι αισθήσεις του εξακολουθούσαν να είναι σχεδόν νεανικές (его ощущения продолжали быть почти что юношескими; εξακολουθώ), μα το πνεύμα του άρχιζε να αδιαφορεί (но его душа стала равнодушной: «начала быть равнодушной»; αδιαφορώ) γι’ αυτήν την υπόθεση (к этому занятию: «вопросу/делу»), που επαναλαμβανόταν ολοένα πιο μονότονα (которое повторялось все более монотонно; επαναλαμβάνομαι) μες στην ανεξάντλητη ποικιλία (в неисчерпаемом разнообразии) των γουναρικών και των αρωμάτων (шуб и духов).
Το κυνήγι του έρωτα τώρα του ήταν πολύ εύκολο και για τούτο το εκτιμούσε λιγότερο. Δε μετρούσε καν τα θηράματα. Είχε όσα ήθελε και από όλες τις ράτσες. Το σώμα του δεν είχε χορτάσει, οι αισθήσεις του εξακολουθούσαν να είναι σχεδόν νεανικές, μα το πνεύμα του άρχιζε να αδιαφορεί γι’ αυτήν την υπόθεση, που επαναλαμβανόταν ολοένα πιο μονότονα μες στην ανεξάντλητη ποικιλία των γουναρικών και των αρωμάτων.
Κάποτε, για να δοκιμάσει τον εαυτό του (иногда, чтобы испытать самого себя; δοκιμάζω), ξενυχτούσε φτωχικά ντυμένος (/он/ проводил ночи в бедняцких одеждах: «бедно одетый»; ξενυχτώ; ντύνομαι) στις απόκεντρες συνοικίες (в отдаленных кварталах) και προσπαθούσε να κατακτήσει (и пытался завоевать; προσπαθώ; κατακτώ) γυναίκες νέες και όμορφες (молодых и красивых женщин), χωρίς να δείξει (не показывая; δείχνω) πως ήταν πλούσιος (что /он/ богат) και ικανός να αγοράσει όσα-όσα την ευτυχία (и способен задешево купить счастье; αγοράζω). Συνήθως το παιχνίδι επιτύχαινε (обычно игра удавалась; επιτυχαίνω). Οι γυναίκες τον ακολουθούσαν αφιλόκερδα (женщины следовали за ним бескорыстно; ακολουθώ) οδηγημένες από κάποιο σκοτεινό (ведомые каким-то темным) μα σίγουρο ένστικτο (но верным инстинктом) προς τον άνθρωπο που είχε κάνει τη «ζωή» (к человеку, который прожил: «сделал» «жизнь»), προς τον εξασκημένο ερασιτέχνη (к искусному любителю; ο ερασιτέχνης — дилетант; любитель) που γνώριζε τα μυστικά (который знал секреты).
Κάποτε, για να δοκιμάσει τον εαυτό του, ξενυχτούσε φτωχικά ντυμένος στις απόκεντρες συνοικίες και προσπαθούσε να κατακτήσει γυναίκες νέες και όμορφες, χωρίς να δείξει πως ήταν πλούσιος και ικανός να αγοράσει όσα-όσα την ευτυχία. Συνήθως το παιχνίδι επιτύχαινε. Οι γυναίκες τον ακολουθούσαν αφιλόκερδα οδηγημένες από κάποιο σκοτεινό μα σίγουρο ένστικτο προς τον άνθρωπο που είχε κάνει τη «ζωή», προς τον εξασκημένο ερασιτέχνη που γνώριζε τα μυστικά.
Έτσι σωζόταν ο εγωισμός του (так он тешил свое самолюбие: «так оставался невредимым его эгоизм»; σώζομαι). Μα κι αυτά τα θηράματα (но и эта добыча) τα βαριόταν όσο και τα άλλα (надоедала ему так же, как и другая), μόλις το ένστικτό του είχε ικανοποιηθεί (как только удовлетворялся его инстинкт; ικανοποιούμαι). Σιγά-σιγά (постепенно) το αρπαχτικό αγρίμι (хищное животное) έπαιρνε την όψη (принимал вид) ενός μεγάλου (огромного), περιφρονητικού θηρίου (презрительного зверя), εξευγενισμένου από τα χρόνια (облагороженного годами) και την πείρα (и опытом), που δεν μπορεί να πάψει να αρπάζει (который не может перестать хватать), μα ένιωσε τη ματαιότητα (но чувствует тщетность) της κάθε αρπαγής (каждого нападения: «хватки»).
Έτσι σωζόταν ο εγωισμός του. Μα κι αυτά τα θηράματα τα βαριόταν όσο και τα άλλα, μόλις το ένστικτό του είχε ικανοποιηθεί. Σιγά-σιγά το αρπαχτικό αγρίμι έπαιρνε την όψη ενός μεγάλου, περιφρονητικού θηρίου, εξευγενισμένου από τα χρόνια και την πείρα, που δεν μπορεί να πάψει να αρπάζει, μα ένιωσε τη ματαιότητα της κάθε αρπαγής.
Μια μέρα (однажды), ενώ σχεδίαζε ένα ταξίδι στην Αθήνα (в то время, как /он/ планировал поездку в Афины; σχεδιάζω), ξαναθυμήθηκε έξαφνα την αυστριακή λίμνη (/он/ вспомнил внезапно австрийское озеро; ξαναθυμάμαι) και την μυστηριακή της γοητεία (и его таинственное очарование). Ίσως η προσδοκία του ταξιδιού στην πατρίδα (возможно, ожидание поездки на родину), αναμοχλεύοντας μέσα του τις παιδικές του αναμνήσεις (поднявшее в нем детские воспоминания; αναμοχλεύω — поднимать рычагом; вынимать; ο μοχλός — рычаг) να ξύπνησε απότομα (пробудило внезапно; ξυπνώ) κι αυτήν τη μακρινή παιδική συγκίνηση (и это далекое детское переживание), που την είχε σκεπάσει (которое было покрыто; σκεπάζω), όλα αυτά τα χρόνια (все эти годы), η βαριά πείρα της αντρικής του ζωής (тяжелым опытом его зрелой: «мужской» жизни).