Μπήκε σ’ αυτό το καινούργιο καμίνι (/он/ вошел в эту новую печь) ορμητικός (стремительный), όπως και την άλλη φορά (как и в прошлый раз), αποφασισμένος να πάει (решительно настроенный идти), οπωσδήποτε, ως την άκρη του δρόμου (во что бы то ни стало, до конца пути), εξίσου άσπλαχνος με τους άλλους (одинаково безжалостный как к другим) όσο και με τον εαυτό του (так и к самому себе). Του χρειαστήκανε άλλα δέκα χρόνια (ему понадобилось еще десять лет: «другие десять лет») για να επιβληθεί (чтобы завоевать признание; επιβάλλομαι).
Μπήκε σ’ αυτό το καινούργιο καμίνι ορμητικός, όπως και την άλλη φορά, αποφασισμένος να πάει, οπωσδήποτε, ως την άκρη του δρόμου, εξίσου άσπλαχνος με τους άλλους όσο και με τον εαυτό του. Του χρειαστήκανε άλλα δέκα χρόνια για να επιβληθεί.
Σ’ όλο αυτό το διάστημα (все это время: «весь этот период»), πάλεψε με μια αναπνοή (/он/ боролся на одном дыхании; παλεύω), συγκεντρωμένος στον αγώνα του (сосредоточенный на своей борьбе; συγκεντρώνομαι), χωρίς να λυγίσει ούτε στιγμή (ни на миг не сломившийся; λυγίζω), μες στους τριγμούς των φουρνέλων (в треске топки) και στο σπινθηροβόλημα του λιωμένου μετάλλου (и в искрении расплавленного метала). Αλλά σε ηλικία περίπου σαράντα πέντε χρονών (но в возрасте примерно сорока пяти лет) ήταν πια, όπως λένε, ένας άνθρωπος (/он/ был, как говорится, человеком) που έφτασε (который состоялся: «достиг»). Κατοικούσε μόνιμα στο Παρίσι (/он/ постоянно проживал в Париже; κατοικώ) και ζούσε πλούσια (и жил богато; ζω), δουλεύοντας αδιάκοπα (работая беспрестанно; η διακοπή — перерыв; остановка; αδιάκοπα — беспрестанно; без перерыва), με την ίδια πάντα ζωτικότητα (всегда с одинаковой энергией), και κρατώντας σημαντικά βιομηχανικά πόστα (занимая важные промышленные посты; κρατώ). Η γνώμη του μετρούσε (его мнение учитывалось; μετρώ) στο ευρωπαϊκό καρτέλ του χάλυβα (в европейской сталелитейной картели) και, κατά συνέπεια (и, следовательно; η συνέπεια — следствие; последствие; κατά συνέπεια — следовательно), στην ευρωπαϊκή ζωή (в европейской жизни).
Σ’ όλο αυτό το διάστημα, πάλεψε με μια αναπνοή, συγκεντρωμένος στον αγώνα του, χωρίς να λυγίσει ούτε στιγμή, μες στους τριγμούς των φουρνέλων και στο σπινθηροβόλημα του λιωμένου μετάλλου. Αλλά σε ηλικία περίπου σαράντα πέντε χρονών ήταν πια, όπως λένε, ένας άνθρωπος που έφτασε. Κατοικούσε μόνιμα στο Παρίσι και ζούσε πλούσια, δουλεύοντας αδιάκοπα, με την ίδια πάντα ζωτικότητα, και κρατώντας σημαντικά βιομηχανικά πόστα. Η γνώμη του μετρούσε στο ευρωπαϊκό καρτέλ του χάλυβα και, κατά συνέπεια, στην ευρωπαϊκή ζωή.
Τον λογάριαζαν στα σοβαρά (с ним всерьез считались; λογαριάζω; σοβαρός — серьезный; στα σοβαρά — всерьез) και για τη δύναμή του (и из-за его влияния) και για τη φήμη του (и из-за его репутации), που ήταν φήμη κακού ανθρώπου (которая была репутацией плохого человека). Και δεν ήταν, άλλωστε, αδικαιολόγητη (впрочем, /она/ не была необоснованной), γιατί ποτέ δεν του έμεινε καιρός (потому что у него никогда не оставалось времени) να προφτάσει να αισθανθεί καλοσύνη (успеть ощутить доброту; προφτάνω) και γενναιοδωρία (и щедрость), κ’ ίσως δεν ήταν πια ικανός (и, возможно, /он/ уже был неспособен) να αισθανθεί τίποτα παρόμοιο (почувствовать что-либо подобное) ύστερα από δύο δεκαετίες (после двух десятилетий) στην πρώτη γραμμή της φωτιάς (на передовом огневом рубеже: «на первой линии огня»). Ίσια-ίσια είχε φτάσει στο σημείο (/он/ как раз дошел до того: «до точки») να μην αισθάνεται άλλη χαρά (что /он/ /уже/ не чувствовал другой радости) εξόν από την άμεση ζωική χαρά (помимо непосредственной животной радости) της μάχης (битвы), της νίκης (победы), της ατομικής του βίαιης επιβολής (своего личного грубого понуждения).
Τον λογάριαζαν στα σοβαρά και για τη δύναμή του και για τη φήμη του, που ήταν φήμη κακού ανθρώπου. Και δεν ήταν, άλλωστε, αδικαιολόγητη, γιατί ποτέ δεν του έμεινε καιρός να προφτάσει να αισθανθεί καλοσύνη και γενναιοδωρία, κ’ ίσως δεν ήταν πια ικανός να αισθανθεί τίποτα παρόμοιο ύστερα από δύο δεκαετίες στην πρώτη γραμμή της φωτιάς. Ίσια-ίσια είχε φτάσει στο σημείο να μην αισθάνεται άλλη χαρά εξόν από την άμεση ζωική χαρά της μάχης, της νίκης, της ατομικής του βίαιης επιβολής.