Ξαφνικά ο λοχαγός αισθάνθηκε κοντά του (внезапно капитан почувствовал рядом с собой; αισθάνομαι) μια ανθρώπινη παρουσία (человеческое присутствие). Κάποιος τον κοίταζε (кто-то глядел на него) από ένα μισάνοιχτο παράθυρο (из приоткрытого окна; μισάνοιχτος — приоткрытый; открытый наполовину; μισός — половинный; ανοιχτός — открытый). Στύλωσε το βλέμμα του κατά κει (/он/ устремил туда свой взор; στυλώνω το βλέμμα — устремить взор; уставиться) και ξεχώρισε (и различил), στο μισόφωτο του παραθύρου (в полумраке: «полусвете» окна; το μισόφωτο — полумрак; μισός — половинный; το φως — свет), δύο μεγάλα εναγώνια μάτια (пару больших тревожных глаз), μια πυρωμένη γυναικεία μορφή (разгоряченную женскую фигуру), ένα νέο θήλυ (молодую самку), τρεμάμενο (дрожащую), σπαρταριστό (трепещущую), λυσσασμένο από τον τρόμο (обезумевшую от ужаса), το μίσος (ненависти) και την έξαψη (и возбуждения).
Ξαφνικά ο λοχαγός αισθάνθηκε κοντά του μια ανθρώπινη παρουσία. Κάποιος τον κοίταζε από ένα μισάνοιχτο παράθυρο. Στύλωσε το βλέμμα του κατά κει και ξεχώρισε, στο μισόφωτο του παραθύρου, δύο μεγάλα εναγώνια μάτια, μια πυρωμένη γυναικεία μορφή, ένα νέο θήλυ, τρεμάμενο, σπαρταριστό, λυσσασμένο από τον τρόμο, το μίσος και την έξαψη.
Ο Πέτρος Χαλκιάς δεν μπόρεσε να σκεφτεί τίποτα (Петрос Халкиас больше ни о чем не мог думать), δεν ήταν πια κύριος του εαυτού του (/он/ больше собою не владел: «/он/ больше не был господином самого себя»). Στον αέρα του ολέθρου (в атмосфере гибели) και του θανάτου (и смерти), ο ερωτισμός του ξέσπασε μονομιάς (его любовное желание сразу же разожглось; ξεσπάω) αγριότερος από πάντα (еще более неукротимое, чем всегда), τον έσερνε σα δαιμονισμένο (/оно/ тащило его как одержимого; σέρνω). Όρμησε προς την πόρτα του σπιτιού (/он/ кинулся к двери дома; ορμάω), την έσπασε (сломал ее; σπάω), χύμησε μέσα (бросился вовнутрь; χυμώ) έτοιμος να σκοτώσει όποιον (готовый убить всякого) τολμούσε να του αντισταθεί (/кто/ посмеет ему противостоять; τολμώ; αντιστέκομαι).
Ο Πέτρος Χαλκιάς δεν μπόρεσε να σκεφτεί τίποτα, δεν ήταν πια κύριος του εαυτού του. Στον αέρα του ολέθρου και του θανάτου, ο ερωτισμός του ξέσπασε μονομιάς αγριότερος από πάντα, τον έσερνε σα δαιμονισμένο. Όρμησε προς την πόρτα του σπιτιού, την έσπασε, χύμησε μέσα έτοιμος να σκοτώσει όποιον τολμούσε να του αντισταθεί.
Βρήκε την Τουρκάλα σε μια κάμαρα (/он/ нашел турчанку в комнате) του απάνω πατώματος (на верхнем этаже), τρέμοντας σύγκορμη (дрожащую всем телом), ενώ κοίταζε με αστραφτερά μάτια (пока /она/ смотрела блестящими глазами = и в то же время смотрящую…). Δε μιλήσανε (/они/ не говорили). Ακούμπησε το περίστροφο (/он/ положил револьвер; ακουμπώ) σ’ ένα έπιπλο (на какую-то тумбочку: «предмет мебели») και τη βίασε με σφιγμένα τα δόντια (и изнасиловал ее со сжатыми зубами; βιάζω). Ο αλαλαγμός του πολέμου (грохот войны) ηχούσε τώρα δυνατότερος και πιο κοντινός (раздавался теперь сильнее и ближе: «более сильный и более близкий»; ηχώ — раздаваться; звучать). Ένιωσε τη γυναίκα (/он/ почувствовал, как женщина) να σφίγγεται απάνω του ηδονικά (сладострастно к нему прижимается), έξαλλη και ασυνείδητη (обезумевшая и бессознательная). Ποτέ δεν είχε αισθανθεί (никогда /он/ не чувствовал) μια γυναίκα να χαίρεται τόσο πολύ (чтобы женщина так радовалась = испытывала подобное наслаждение).
Βρήκε την Τουρκάλα σε μια κάμαρα του απάνω πατώματος, τρέμοντας σύγκορμη, ενώ κοίταζε με αστραφτερά μάτια. Δε μιλήσανε. Ακούμπησε το περίστροφο σ’ ένα έπιπλο και τη βίασε με σφιγμένα τα δόντια. Ο αλαλαγμός του πολέμου ηχούσε τώρα δυνατότερος και πιο κοντινός. Ένιωσε τη γυναίκα να σφίγγεται απάνω του ηδονικά, έξαλλη και ασυνείδητη. Ποτέ δεν είχε αισθανθεί μια γυναίκα να χαίρεται τόσο πολύ.
Βγήκε από το σπίτι ξεθυμασμένος (/он/ вышел из дома успокоившийся), ψύχραιμος (хладнокровный; ψυχρός — прохладный; το αίμα — кровь). Αναλογίστηκε που βρισκόταν (рассчитал, где находится). Μα είχε ξεχάσει το όπλο του στην κάμαρα (но /он/ забыл свое оружие в комнате). Σαν προχώρησε μερικά βήματα (как только /он/ отошел на несколько шагов; προχωρώ), η Τουρκάλα τον πυροβόλησε πολλές φορές (турчанка выстрелила в него несколько раз; πυροβολώ) από το παράθυρο (из окна) και τον βρήκε στην αριστερή ωμοπλάτη (и попала ему: «нашла его» в левую лопатку). Πρόφτασε να δει (/он/ успел увидеть; προφταίνω) το χέρι της με το περίστροφο (ее руку с револьвером) κ’ ένα στρατιώτη (и солдата) που πετούσε μια χειροβομβίδα (который бросил ручную гранату; πετώ) μες στο ανοιχτό παράθυρό της (в ее открытое окно)…