Ήταν ένας τετράγωνος γέρος (/это/ был квадратный старик), με τετράγωνο κεφάλι (с квадратной головой) και τετράγωνα γένια (и квадратной бородой), κατάμαυρα ντυμένος (одетый во все черное; κατάμαυρος – совершенно черный; часто приставка κατα- у прилагательных имеет значение «полностью, совершенно, абсолютно»
), αλύγιστος σα βράχος (несгибаемый словно скала), μεγαλόπρεπος (величественный), αυστηρός (суровый) και σιωπηλός (и молчаливый). Τον βλέπαμε ελάχιστα (/мы/ редко его видели), τον τρέμαμε (/мы/ перед ним трепетали) και τον σεβόμασταν βαθύτατα (и очень глубоко его уважали; σέβομαι) μ’ ένα είδος δεισιδαιμονίας (со своего рода суеверностью). Ήταν κάτι παραπάνω (/он/ был чем-то больше) από αρχηγός του οίκου μας (чем /просто/ предводитель нашего дома = учреждения). Ήταν ιδέα (/он/ был идеей), ήταν η προσωποποίηση της σοφίας (олицетворением мудрости) και της εξουσίας (и власти), της κυριαρχικής σοφίας (властвующей мудрости) και της φιλοσοφημένης εξουσίας (и философствующей власти). Τα λόγια του ήταν νόμοι (его слова были законами), οι αποφάσεις του αμετάκλητες (его решения — неизменными/окончательными), οι γνώμες του αλάνθαστες (его мнения — безошибочными), η δύναμή του ακατανίκητη (его сила — непобедимой).Ήταν ένας τετράγωνος γέρος, με τετράγωνο κεφάλι και τετράγωνα γένια, κατάμαυρα ντυμένος, αλύγιστος σα βράχος, μεγαλόπρεπος, αυστηρός και σιωπηλός. Τον βλέπαμε ελάχιστα, τον τρέμαμε και τον σεβόμασταν βαθύτατα μ’ ένα είδος δεισιδαιμονίας. Ήταν κάτι παραπάνω από αρχηγός του οίκου μας. Ήταν ιδέα, ήταν η προσωποποίηση της σοφίας και της εξουσίας, της κυριαρχικής σοφίας και της φιλοσοφημένης εξουσίας. Τα λόγια του ήταν νόμοι, οι αποφάσεις του αμετάκλητες, οι γνώμες του αλάνθαστες, η δύναμή του ακατανίκητη.
Δεν τολμούσαμε (мы не смели; τολμώ
) να αντικρύσουμε το βλέμμα του (встретиться с ним взглядом; αντικρίζω). Όταν περνούσαμε εμπρός από το γραφείο του (когда /мы/ проходили перед его кабинетом), σταματούσαμε κάθε κουβέντα (/то/ прекращали любой разговор; σταματώ) και περπατούσαμε στα νύχια των ποδιών (и шли на цыпочках: «на ногтях ног»; περπατώ). Αν τυχόν η πόρτα του ήταν ανοιχτή (если по случайности дверь была открыта), τρέχαμε για να περάσουμε (/мы/ бежали, чтобы пройти) προτού γυρίσει το κεφάλι (прежде, чем /он/ повернет голову). Στο δρόμο (на улице), αν τον διακρίναμε να έρχεται από μακριά (если /мы/ издалека различали, что он идет; διακρίνω), αλλάζαμε πεζοδρόμιο (/то/ переходили на другой тротуар: «меняли тротуар»). Στους διαδρόμους (в коридорах) και στις αυλές του σχολείου (и дворах школы) τον συναντούσαμε σπανιότατα (/мы/ встречали его очень редко), στις εξαιρετικά κρίσιμες περιστάσεις (в исключительно критических ситуациях).Δεν τολμούσαμε να αντικρύσουμε το βλέμμα του. Όταν περνούσαμε εμπρός από το γραφείο του, σταματούσαμε κάθε κουβέντα και περπατούσαμε στα νύχια των ποδιών. Αν τυχόν η πόρτα του ήταν ανοιχτή, τρέχαμε για να περάσουμε προτού γυρίσει το κεφάλι. Στο δρόμο, αν τον διακρίναμε να έρχεται από μακριά, αλλάζαμε πεζοδρόμιο. Στους διαδρόμους και στις αυλές του σχολείου τον συναντούσαμε σπανιότατα, στις εξαιρετικά κρίσιμες περιστάσεις.
Ηρέμησε λοιπόν το πεδίο της μάχης μονομιάς (итак, поле битвы тотчас успокоилось; ηρεμώ; μονομιάς — тотчас
). Οι παιδονόμοι σταμάτησαν το δάρσιμο (воспитатели прекратили порку), οι δαρμένοι σταμάτησαν τα κλάματα (выпоротые прекратили плач) κ’ έριξαν κάτω τα ξύλα (и бросили вниз палки; ρίχνω) και τις πέτρες (и камни) που κρατούσαν (которые держали). Όλοι στάθηκαν εκεί που βρισκόντανε (все остановились там, где находились), τεντώθηκαν (вытянулись; τεντώνομαι) και περίμεναν μεγάλα γεγονότα (и стали ждать великих событий). Εμείς οι συμμορίτες (мы, члены банды) είχαμε συναχτεί όλοι μαζί σε μια γωνία (собрались все вместе в углу; συνάγομαι), λίγο απόμερα από τους άλλους (немного в стороне от остальных), σαν από μια αυθόρμητη (словно /движимые/ непроизвольной) και ακατάλυτη αλληλεγγύη (и нерушимой солидарностью).Ηρέμησε λοιπόν το πεδίο της μάχης μονομιάς. Οι παιδονόμοι σταμάτησαν το δάρσιμο, οι δαρμένοι σταμάτησαν τα κλάματα κ’ έριξαν κάτω τα ξύλα και τις πέτρες που κρατούσαν. Όλοι στάθηκαν εκεί που βρισκόντανε, τεντώθηκαν και περίμεναν μεγάλα γεγονότα. Εμείς οι συμμορίτες είχαμε συναχτεί όλοι μαζί σε μια γωνία, λίγο απόμερα από τους άλλους, σαν από μια αυθόρμητη και ακατάλυτη αλληλεγγύη.
Ο γυμνασιάρχης προχώρησε αμίλητος (директор гимназии прошел вперед молча: «молчаливый»), με βήμα αργό και επίσημο (поступью медленной и официальной), μες στην απόλυτη σιγή (в полном молчании) που είχε διαδεχτεί την τρικυμία (которое последовало за бурей; διαδέχομαι
). Στάθηκε ανάμεσα στο πλήθος των παιδιών (/он/ остановился среди толпы ребят) κ’ έριξε τριγύρω του μια ματιά βαθιά αποδοκιμαστική (и бросил вокруг глубоко испытующий взгляд).