Ήταν πρόκληση, ήταν αγώνας ζωής ή θανάτου, ήταν ηρωισμός. Ο κ. Δημητρακόπουλος συγκλονιζότανε ολόκληρος από συγκίνηση όταν κόντευε να φτάσει στο σημείο αυτό της διήγησής του. Στο τέλος, με μια μεγάλη, αρχοντική και απελπισμένη χειρονομία, πετούσε την τελευταία του φράση:
— Και εγώ του αποκρίθηκα: μπάνκο!
Τότε όλη η καταπιεσμένη νευρικότητα μας (тогда вся наша подавленная нервозность) ξέσπαζε βίαια (вырывалась с силой). Το παλαιικό μας σχολείο (наша старая школа) πήγαινε κ’ ερχότανε (ходила ходуном: «ходила и приходила»), τρανταζότανε βαριά (тяжело сотрясалась; τραντάζομαι
) απάνω στα σαπισμένα θεμέλιά του (на прогнившем фундаменте). Ολόκληρο το παιδολόι (вся детвора), οι μικροί και οι μεγάλοι όλοι (все, большие и маленькие), με μια ψυχή (единодушно: «с одной душой»), μ’ έναν παλμό (в едином порыве: «пульсе»), τιναζόμασταν απάνω (вскакивали с мест: «вверх»; τινάζομαι), σπρωχνόμασταν (толкались), τσαλαπατιόμασταν (наступали друг на друга; τσαλαπατιέμαι), χειροκροτούσαμε δαιμονισμένα (одержимо аплодировали) και φωνάζαμε ζήτω (и кричали «ура!»).Τότε όλη η καταπιεσμένη νευρικότητα μας ξέσπαζε βίαια. Το παλαιικό μας σχολείο πήγαινε κ’ ερχότανε, τρανταζότανε βαριά απάνω στα σαπισμένα θεμέλιά του. Ολόκληρο το παιδολόι, οι μικροί και οι μεγάλοι όλοι, με μια ψυχή, μ’ έναν παλμό, τιναζόμασταν απάνω, σπρωχνόμασταν, τσαλαπατιόμασταν, χειροκροτούσαμε δαιμονισμένα και φωνάζαμε ζήτω.
Στο μεταξύ (тем временем) το ζήτημα της συμμορίας (вопрос о банде) έπαιρνε μεγάλες διαστάσεις (приобретал большие размеры). Όταν την πρωτοϊδρύσαμε (когда /мы/ ее впервые основали; πρωτοϊδρύω
), στο διάλειμμα των 10 (на перемене в 10 часов), δεν είχαμε, βέβαια, στο νου μας (у нас, конечно, не было в мыслях) τίποτα συγκεκριμένο (ничего определенного). Νιώθαμε μονάχα (/мы/ только чувствовали) πως η «Μαύρη Χειρ» (что «Черной длани») έμελλε να είναι κάτι παράξενο (предстояло стать чем-то странным) και λιγάκι τρομαχτικό (и немного ужасным), μια μεγάλη ευκαιρία (большой возможностью) για να κάνουμε πράγματα αλλιώτικα (делать вещи странные), παράτολμα (дерзкие) και μυστικά (и таинственные). Κυρίως μυστικά (главным образом, таинственные). Το μυστήριο της ιστορίας αυτής (таинственность: «тайна» во всей этой истории) μας γοήτευε (нас завораживала), νομίζω (думаю), περισσότερο από καθετί άλλο (более всего остального), μας έδινε ίσως (и, возможно, давала нам) ένα ελαφρό, ελαφρότατο (легкое, очень легкое), αλλά και γλυκύτατο προαίσθημα της ηδονής (но и очень сладкое предчувствие наслаждения).Στο μεταξύ το ζήτημα της συμμορίας έπαιρνε μεγάλες διαστάσεις. Όταν την πρωτοϊδρύσαμε, στο διάλειμμα των 10, δεν είχαμε, βέβαια, στο νου μας τίποτα συγκεκριμένο. Νιώθαμε μονάχα πως η «Μαύρη Χειρ» έμελλε να είναι κάτι παράξενο και λιγάκι τρομαχτικό, μια μεγάλη ευκαιρία για να κάνουμε πράγματα αλλιώτικα, παράτολμα και μυστικά. Κυρίως μυστικά. Το μυστήριο της ιστορίας αυτής μας γοήτευε, νομίζω, περισσότερο από καθετί άλλο, μας έδινε ίσως ένα ελαφρό, ελαφρότατο, αλλά και γλυκύτατο προαίσθημα της ηδονής.
Ύστερα το ζήτημα άρχισε να μας κατακτά (затем эта история: «вопрос/дело» стала нами овладевать; κατακτώ
). Στο σπίτι μου (у себя дома) περνούσα αρκετή ώρα (/я/ проводил довольно /много/ времени) ετοιμάζοντας κρυψώνες (подготавливая тайники) για να κρύβω τα χαρτιά της συμμορίας (чтобы прятать бумаги банды) και τα εργαλεία της (и ее инструменты), σουγιάδες (карманные ножи; ο σουγιάς), μάσκες (маски), σκοινιά (веревки), μελετούσα τα υπόγεια (исследовал подвалы) για να κρυφτώ σε ώρα ανάγκης (чтобы спрятаться при необходимости: «в час нужды») και για να κρύψω τους συντρόφους μου (и чтобы спрятать своих товарищей), κατάστρωνα σχέδια του σπιτιού (/я/ чертил планы дома) με μυστικές εξόδους (с тайными выходами), σημείωνα (отмечал) από πού και με ποιο τρόπο (откуда и каким образом) μπορούσε κανείς να πηδήξει (можно было прыгнуть: «мог кто-нибудь прыгнуть»; πηδώ) στα γειτονικά κεραμίδια (на соседские черепичные крыши).Ύστερα το ζήτημα άρχισε να μας κατακτά. Στο σπίτι μου περνούσα αρκετή ώρα ετοιμάζοντας κρυψώνες για να κρύβω τα χαρτιά της συμμορίας και τα εργαλεία της, σουγιάδες, μάσκες, σκοινιά, μελετούσα τα υπόγεια για να κρυφτώ σε ώρα ανάγκης και για να κρύψω τους συντρόφους μου, κατάστρωνα σχέδια του σπιτιού με μυστικές εξόδους, σημείωνα από πού και με ποιο τρόπο μπορούσε κανείς να πηδήξει στα γειτονικά κεραμίδια.