Τη μέρα εκείνη (в тот день) το λύκειο ήτανε σε νευρική κατάσταση (лицей лихорадило: «был в нервном состоянии»). Από όλες τις τάξεις (из всех классов), ακόμα κι από το γυμνάσιο (даже из гимназии), ερχόντανε μαθητές (приходили ученики) και γέμιζαν την τάξη μας (и заполняли наш класс). Οι λοιποί δάσκαλοι (остальные учителя) δεν μπορούσαν να κάνουν το μάθημά τους (не могли проводить свои уроки), μα η διεύθυνση έκλινε τα μάτια (но директорат закрывал на это глаза), γιατί ο κ. Δημητρακόπουλος είχε υψηλές προστασίες (потому что г-н Димитракопулос имел высокое покровительство) στην Εφορεία των σχολών (в инспекции школ) και στα Πατριαρχεία (и в патриархате). Στριμωχνόμασταν ο ένας απάνω στον άλλον (мы втискивались, один на другом;
Τη μέρα εκείνη το λύκειο ήτανε σε νευρική κατάσταση. Από όλες τις τάξεις, ακόμα κι από το γυμνάσιο, ερχόντανε μαθητές και γέμιζαν την τάξη μας. Οι λοιποί δάσκαλοι δεν μπορούσαν να κάνουν το μάθημά τους, μα η διεύθυνση έκλεινε τα μάτια, γιατί ο κ. Δημητρακόπουλος είχε υψηλές προστασίες στην Εφορία των σχολών και στα Πατριαρχεία. Στριμωχνόμασταν ο ένας απάνω στον άλλον όπως μπορούσαμε, καβαλικεύαμε θρανία, σκαρφαλώναμε στα παράθυρα, γεμίζαμε τους διαδρόμους της τάξης, στρωνόμασταν καταγής και περιμέναμε με αληθινό πάθος να αρχίσει η τελετή.
Ο κ. Δημητρακόπουλος ήτανε ένας ηλικιωμένος Κωνσταντινουπολίτης (г-н Димитракопулос был пожилым константинопольцем) ευπατρίδης του παλιού καλού καιρού (аристократом старого доброго времени), πολύ κομψός (очень элегантным), επιβλητικός και ευγενικός (импозантным и любезным). Φορούσε συνήθως ημίψηλο καπέλο (обычно /он/ носил невысокий цилиндр: «шляпу»;
Ο κ. Δημητρακόπουλος ήτανε ένας ηλικιωμένος Κωνσταντινουπολίτης ευπατρίδης του παλιού καλού καιρού, πολύ κομψός, επιβλητικός και ευγενικός. Φορούσε συνήθως ημίψηλο καπέλο και γκρίζα ρεντιγκότα και κρατούσε ένα πολύτιμο βαρύ μπαστούνι με ασημένιο χέρι.
Είχε κάποιο ύψος (у него был рост), κάποιο παράστημα (какая-то осанка), που θύμιζε τους μεγάλους Φαναριώτες (которая напоминала великих фанариотов;
Είχε κάποιο ύψος, κάποιο παράστημα, που θύμιζε τους μεγάλους Φαναριώτες λογίους και διπλωμάτες του 19ου αιώνα. Δεν ήτανε όμως ούτε λόγιος ούτε διπλωμάτης, αλλά μονάχα ένας άνθρωπος του κόσμου, που χάρηκε όλα τα καλά της Πόλης και της Ευρώπης κι όταν σώθηκαν τα χρήματά του αναγκάστηκε να διδάσκει γαλλικά για να ζει.
Συνήθως μας ρωτούσε (обычно /он/ нас спрашивал) τι προτιμούμε να μας διηγηθεί (что мы предпочитаем, чтобы /он/ нам рассказал), τη μάχη του Βατερλό (о битве при Ватерлоо) ή τη ζωή του (или о своей жизни). Συνδύαζε ίσως υποσυνείδητα (возможно, подсознательно, /он/ сравнивал: «связывал»;