— Τι συμβαίνει (что происходит); ρώτησε προσταχτικά (спросил /он/ повелительно).
Ο γυμνασιάρχης προχώρησε αμίλητος, με βήμα αργό και επίσημο, μες στην απόλυτη σιγή που είχε διαδεχτεί την τρικυμία. Στάθηκε ανάμεσα στο πλήθος των παιδιών κ’ έριξε τριγύρω του μια ματιά βαθιά αποδοκιμαστική.
— Τι συμβαίνει; ρώτησε προσταχτικά.
Στην αρχή κανείς δεν αποκρίθηκε (в начале никто не ответил;
— Κύριε, αυτοί έχουνε συμμορία (господин, у них банда).
— Τι έχουνε (что у них: «что имеют»); ρώτησε ο γυμνασιάρχης με αρκετή κατάπληξη (спросил директор гимназии с довольно /большим/ удивлением).
Τότε πολλοί μαθητές φώναξαν από όλες τις μεριές (тогда много учеников закричало со всех сторон;
— Μάλιστα, κύριε, αυτοί έχουνε συμμορία (именно так, господин, у них банда).
Στην αρχή κανείς δεν αποκρίθηκε. Ύστερα, ένας μεγάλος και χοντρός μαθητής, που λεγότανε Μαντούδης, προχώρησε προς το γυμνασιάρχη και είπε, δείχνοντας με το δάχτυλο τον όμιλό μας:
— Κύριε, αυτοί έχουνε συμμορία.
— Τι έχουνε; ρώτησε ο γυμνασιάρχης με αρκετή κατάπληξη.
Τότε πολλοί μαθητές φώναξαν από όλες τις μεριές:
— Μάλιστα, κύριε, αυτοί έχουνε συμμορία.
Ο τετράγωνος άνθρωπος (квадратный человек) δεν κατόρθωνε να μπει στο νόημα των πραγμάτων (не мог постичь: «войти в» смысл вещей). Θα προσπάθησε, υποθέτω, να καταλάβει (/я/ полагаю, /он/ попытался понять) τι σήμαινε άραγε (что же значила;
Ο τετράγωνος άνθρωπος δεν κατόρθωνε να μπει στο νόημα των πραγμάτων. Θα προσπάθησε, υποθέτω, να καταλάβει τι σήμαινε άραγε, στην ιδιαίτερη διάλεκτο των μαθητών, αυτή η καινούργια και παράξενη έκφραση: «έχουνε συμμορία». Μα ήταν φανερό πως δεν καταλάβαινε.
Το ζήτημα θα έμεινε (вопрос, /должно быть/, так и остался;
— Να τιμωρηθούν παραδειγματικά (примерно наказать: «пусть /они/ будут примерно наказаны»;
Το ζήτημα θα έμεινε σκοτεινό και ανεξήγητο στην παιδαγωγική συνείδησή του. Δεν ταίριαζε όμως και να δείξει πως δεν είχε καταλάβει. Και, εξάλλου, ήτανε φανερό πως η κοινή γνώμη μας καταδίκαζε και πως είχαμε ύφος ενόχων. Ο γυμνασιάρχης μας κατακεραύνωσε με το πιο τρομερό του βλέμμα και πρόσταξε:
— Να τιμωρηθούν παραδειγματικά.
Και τιμωρηθήκαμε παραδειγματικά (и мы были примерно наказаны), χωρίς κανείς από το διδακτικό προσωπικό να ξέρει (хотя никто из преподавательского состава: «персонала» не знал) για ποιόν ακριβώς λόγο (по какой именно причине) είχαμε τιμωρηθεί (нас наказали).
Και τιμωρηθήκαμε παραδειγματικά, χωρίς κανείς από το διδακτικό προσωπικό να ξέρει για ποιόν ακριβώς λόγο είχαμε τιμωρηθεί.