Ο άνδρας που αυτοαποκαλείτο Μπορς ξεφύσηξε, όταν ο Σιναρανός τράβηξε το δρόμο του με το δεξί του χέρι να ανοιγοκλείνει και το βλέμμα να ψάχνει ήδη αλλού για κίνδυνο. Του ήταν όλοι ανοιχτό βιβλίο, η τάξη τους και η χώρα τους. Έμποροι και πολεμιστές, απλοί θνητοί και γαλαζοαίματοι. Από το Κάντορ και την Καιρχίεν, τη Σαλδαία και τη Γκεάλνταν. Από όλα τα έθνη και σχεδόν απ’ όλους τους λαούς. Η μύτη του σούφρωσε με ξαφνική αηδία. Ακόμα κι ένας Μάστορας, με φανταχτερό πράσινο παντελόνι και χτυπητό κίτρινο παλτό. Αυτούς,
Πολλοί από τους μεταμφιεσμένους, έστω μανδυοφορεμένοι και κουκουλωμένοι, δεν ήταν καλύτεροι. Κάτω από την άκρη μιας σκούρας ρόμπας το βλέμμα του είδε φευγαλέα τις ασημοστόλιστες μπότες ενός Υψηλού Άρχοντα του Δακρίου, και κάτω από μια άλλη τα χρυσαφένια σπιρούνια με τη λιονταρίσια κεφαλή, που φορούσαν μόνο οι ανώτατοι αξιωματούχοι των Φρουρών της Βασίλισσας του Άντορ. Ένας λιγνός τύπος —που φαινόταν λιγνός, παρ’ ότι φορούσε μια μαύρη ρόμπα και έναν κοινό γκρίζο μανδύα, τον οποίο συγκρατούσε μια απλή ασημένια καρφίτσα— παρακολουθούσε από τις σκιές της βαθιάς καλύπτρας του. Θα μπορούσε να ήταν οποιοσδήποτε, από οπουδήποτε... αν εξαιρούσες το εξάκτινο αστέρι που είχε με τατουάζ στη σάρκα, ανάμεσα στον αντίχειρα και τον δείκτη του δεξιού χεριού του. Ήταν Θαλασσινός, λοιπόν, και με μια ματιά στο αριστερό του χέρι θα έβλεπες τα σημάδια της φατρίας και της πατριός του. Ο άνδρας που αυτοαποκαλείτο Μπορς δεν έκανε καν τον κόπο να κοιτάξει.
Ξαφνικά τα μάτια του στένεψαν και καρφώθηκαν σε μια γυναίκα, βυθισμένη στο μαύρο, έτσι ώστε μόνο τα δάχτυλά της φαίνονταν. Στο δεξί της χέρι υπήρχε ένα χρυσό δαχτυλίδι με μορφή ερπετού που έτρωγε την ουρά του. Άες Σεντάι, ή τουλάχιστον κάποια που είχε εκπαιδευθεί από ας Άες Σεντάι στην Ταρ Βάλον. Καμιά άλλη δεν θα φορούσε τέτοιο δαχτυλίδι. Γι’ αυτόν δεν άλλαζε τίποτα. Τράβηξε το βλέμμα του για να μην τον δει που την κοίταζε, και σχεδόν αμέσως βρήκε άλλη μια γυναίκα, κουκουλωμένη και αυτή από την κορφή ως τα νύχια στα μαύρα, η οποία φορούσε άλλο ένα δαχτυλίδι με το Μέγα Ερπετό. Οι δύο μάγισσες δεν έδειχναν να γνωρίζονται. Κάθονταν στο Λευκό Πύργο, σαν αράχνες στη μέση ενός ιστού και τραβούσαν τα νήματα που έκαναν βασιλιάδες και βασίλισσες να χορεύουν, κι έχωναν τη μύτη τους παντού.
Ένα καμπανάκι κουδούνισε, με μια τρεμουλιαστή νότα που ήχησε ταυτοχρόνως από παντού και έκοψε όλους τους ήχους σαν μαχαίρι.
Οι ψηλές πόρτες στην άλλη άκρη του θαλάμου άνοιξαν απαλά και δύο Τρόλοκ μπήκαν μέσα, φορώντας μαύρη πλεχτή πανοπλία, στολισμένη με καρφιά. Όλοι έκαναν πίσω. Ακόμα και ο άνδρας που αυτοαποκαλείτο Μπορς.
Ήταν δυο κεφάλια ψηλότεροι από τον πιο ψηλό άνθρωπο εκεί πέρα, ένα αναγουλιαστικό μίγμα ανθρώπου και ζώου, με ανθρώπινα πρόσωπα στρεβλωμένα και παραλλαγμένα. Ο ένας είχε βαρύ, μυτερό ράμφος στο σημείο που έπρεπε να είναι το στόμα και η μύτη του, και πούπουλα κάλυπταν το κεφάλι του αντί για μαλλιά. Ο άλλος περπατούσε με οπλές, το πρόσωπό του προεξείχε σχηματίζοντας τριχωτή μουσούδα, και πάνω από τα αυτιά του ξεπρόβαλλαν κέρατα.
Οι Τρόλοκ, αγνοώντας τους ανθρώπους, στράφηκαν προς την πόρτα και υποκλίθηκαν, δουλοπρεπείς και φοβισμένοι. Τα πούπουλα του ενός υψώθηκαν σαν λειρί.
Ένας Μυρντράαλ βγήκε ανάμεσα από τους δυο τους κι αυτοί έπεσαν στα γόνατα. Ήταν ντυμένος με μαύρα ενδύματα, το οποία έκαναν τις πανοπλίες των Τρόλοκ και τις μάσκες των ανθρώπων να φαντάζουν συγκριτικά λαμπερές, ενδύματα που κρέμονταν ασάλευτα, δίχως το παραμικρό κυμάτισμα, καθώς προχωρούσε με χάρη οχιάς.
Ο άνδρας που αυτοαποκαλείτο Μπορς ένιωσε τα χείλη του να τραβιούνται προς τα πίσω δείχνοντας τα δόντια, εν μέρει με άηχο γρύλισμα και εν μέρει, αν και ντρεπόταν να το παραδεχτεί ακόμα και στον εαυτό του, με φόβο. Ο Μυρντράαλ είχε το πρόσωπο ακάλυπτο. Το κάτωχρο, αρρωστιάρικο πρόσωπό του, πρόσωπο άνδρα, μα δίχως μάτια, σαν αυγό, σαν σκουλήκι σε τάφο.
Το λείο, λευκό πρόσωπο έστριψε, κοιτάζοντάς τους όλους έ-ναν-έναν, έτσι έμοιαζε. Ήταν ολοφάνερη η ανατριχίλα που τους διέτρεξε όλους κάτω από εκείνη την ανόφθαλμη ματιά. Τα λεπιά, δίχως καθόλου αίμα χείλη συσπάστηκαν με κάτι που, σχεδόν, θα μπορούσε να είναι χαμόγελο, καθώς ένας-ένας οι μασκοφόροι προσπάθησαν να χωθούν στο πλήθος, κολλώντας στον διπλανό τους για να αποφύγουν εκείνο το βλέμμα. Η όψη του Μυρντράαλ τους έκανε να σταθούν σε ημικύκλιο μπροστά στην πόρτα.