Читаем Το Μεγάλο Κυνήγι полностью

Αργά, με πόνο, έσπρωξε τον πανικό στο βάθος του μυαλού του, τον περιόρισε και τον κράτησε σφιχτά, παρ’ όλο που απειλούσε να ξεφύγει. Ήταν ό,τι καλύτερο μπορούσε να κάνει. Απ’ όσους ήταν πεσμένοι με την κοιλιά, δεν είχε σηκωθεί κανείς, και λίγοι μόνο είχαν τολμήσει να σηκώσουν το βλέμμα.

«Σηκωθείτε.» Η μασκοφορεμένη μορφή αυτή τη φορά είχε μια σκληράδα στη φωνή της. Έκανε νόημα και με τα δύο χέρια. «Όρθιοι!»

Ο άνδρας που αυτοαποκαλείτο Μπορς σηκώθηκε με αδέξιες κινήσεις, αλλά, πριν σταθεί όρθιος, δίστασε. Τα χέρια που έκαναν νόημα είχαν φρικτά εγκαύματα, ήταν γεμάτα διασταυρωμένες μαύρες χαρακιές, και η σάρκα που φανέρωναν ανάμεσά τους ήταν κόκκινη, σαν τη ρόμπα της μορφής. Θα εμφανιζόταν άραγε έτσι ο Σκοτεινός; Ή έστω ένας από τους Αποδιωγμένους; Τα ανοίγματα των ματιών σε κείνη την κόκκινη σαν αίμα μάσκα στράφηκαν αργά προς το μέρος του κι αυτός ίσιωσε βιαστικά το σώμα του. Του φάνηκε πως σε κείνο το βλέμμα είχε νιώσει τη λαύρα ενός καμινιού.

Οι άλλοι υπάκουσαν στη διαταγή, χωρίς να δείξουν περισσότερη χάρη ή λιγότερο φόβο καθώς σηκώνονταν. Όταν ήταν όλοι όρθιοι, η αιωρούμενη μορφή μίλησε.

«Είμαι γνωστός με πολλά ονόματα, μα αυτό με το οποίο θα με ξέρετε είναι Μπα’άλζαμον.»

Ο άνδρας που αυτοαποκαλείτο Μπορς έσφιξε τα δόντια για να μην αρχίσουν να χτυπούν μεταξύ τους. Μπα’άλζαμον. Στη γλώσσα των Τρόλοκ σήμαινε Καρδιά του Σκότους, και ακόμα και οι άπιστοι γνώριζαν ότι ήταν το τρολοκικό όνομα του Μέγα Άρχοντα του Σκότους. Εκείνος του Οποίου το Όνομα δεν Πρέπει να Ειπωθεί. Δεν ήταν το Αληθινό Όνομα, Σαϊ’τάν, αλλά πάλι ήταν απαγορευμένο. Μεταξύ αυτών που είχαν συγκεντρωθεί εδώ, και των άλλων του είδους τους, ήταν βλασφημία να μολύνει κανείς το ένα όνομα ή το άλλο με ανθρώπινη γλώσσα. Η ανάσα του βγήκε σφυριχτή από τη μύτη του και ολόγυρά του άκουσε άλλους να λαχανιάζουν πίσω από τις μάσκες τους. Οι υπηρέτες είχαν χαθεί, το ίδιο και οι Τρόλοκ, αν και δεν τους είχε δει να φεύγουν.

«Το μέρος που είστε βρίσκεται στη σκιά του Σάγιολ Γκουλ.» Κάποιες φωνές βόγκηξαν σε απάντηση ο άνδρας που αυτοαποκαλείτο Μπορς δεν μπορούσε να πει αν ήταν και η δική του ανάμεσα σ’ αυτές. Η φωνή του Μπα’άλζαμον πήρε μια χροιά η οποία θα μπορούσε σχεδόν να ονομαστεί ειρωνική, καθώς άπλωνε τα χέρια του. «Μην φοβάστε, γιατί έρχεται η Μέρα που ο Αφέντης σας θα ξαναβγεί στον κόσμο. Η Μέρα της Επιστροφής κοντεύει. Αυτό δεν σας λέει η παρουσία μου εδώ, το ότι με βλέπετε, εσείς οι λίγοι ευνοούμενοι μεταξύ των αδελφών σας; Σύντομα ο Τροχός του Χρόνου θα σπάσει. Σύντομα το Μέγα Ερπετό θα πεθάνει, και, με τη δύναμη ποιου του θα νάτου, το θάνατο του ίδιου του Χρόνου, ο Αφέντης σας θα ξαναφτιάξει τον κόσμο κατ’ εικόνα του γι’ αυτή την Εποχή και για όλες τις Εποχές που θα έρθουν. Κι αυτοί που με υπηρέτησαν πιστά και αταλάντευτα, θα κάθονται στα πόδια μου πάνω από τα άστρα του ουρανού και θα κυβερνούν παντοτινά τον κόσμο των ανθρώπων. Αυτό υποσχέθηκα κι έτσι θα γίνει, εις τους αιώνας. Θα ζήσετε και θα κυβερνάτε παντοτινά.»

Ένα μουρμουρητό προσμονής διέτρεξε τους πιστούς και μερικοί μάλιστα έκαναν ένα βήμα μπροστά, προς την αιωρούμενη, πορφυρή μορφή, με βλέμμα σηκωμένο ψηλά, εκστατικό. Ακόμα και ο άνδρας που αυτοαποκαλείτο Μπορς ένιωθε την έλξη αυτής της πρόσκλησης, της υπόσχεσης, για την οποία είχε πετάξει την ψυχή του εκατό φορές.

«Η Μέρα της Επιστροφής πλησιάζει», είπε ο Μπα’άλζαμον. «Αλλά μένουν ακόμα πολλά να γίνουν. Πολλά να γίνουν.»

Ο αέρας στα αριστερά του Μπα’άλζαμον τρεμούλιασε και πήχτωσε, και η μορφή ενός νεαρού κρεμάστηκε εκεί, κάπως χαμηλότερα από τον Μπα’άλζαμον. Ο άνδρας που αυτοαποκαλείτο Μπορς δεν μπορούσε να πει αν ήταν ζωντανό πλάσμα ή όχι. Ένα χωριατόπαιδο, όπως έδειχναν τα ρούχα του, με ξαβολιάρικη φλόγα στα καστανά του μάτια και μια υποψία χαμόγελου στα χείλη, σαν να θυμόταν ή να πρόσμενε μια φάρσα. Η σάρκα έμοιαζε ζεστή, μα το στήθος δεν ανεβοκατέβαινε ανασαίνοντας, τα μάτια δεν ανοιγόκλειναν.

Ο αέρας στα δεξιά του Μπα’άλζαμον τρεμούλιασε σαν από ζέστη και άλλη μια μορφή με χωριάτικα ρούχα κρεμάστηκε λίγο χαμηλότερα από τον Μπα’άλζαμον. Ένας σγουρομάλλης νεαρός, με μύες φουσκωμένους σαν σιδερά. Και μια ιδιομορφία: ένας πέλεκυς κρεμόταν στο πλευρό του, ένα μεγάλο, ατσάλινο μισοφέγγαρο με ένα χοντρό καρφί για ισορροπία. Ο άνδρας που αυτοαποκαλείτο Μπορς ξαφνικά έγειρε μπροστά, προσέχοντας κάτι ακόμα πιο παράξενο. Ένας νεαρός με χρυσαφένια μάτια.

Перейти на страницу:

Похожие книги