Η χλευαστική χροιά στο όνομά του έστειλε ένα ρίγος στη ραχοκοκαλιά του. «Είμαι πιστός, Μέγα Άρχοντα. Δεν μπορώ να κρυφτώ από σένα». Είμαι πιστός! Το ορκίζομαι!
«Όχι, δεν μπορείς.»
Η βεβαιότητα στη φωνή του Μπα’άλζαμον έκανε το στόμα του να ξεραθεί, αλλά ανάγκασε τον εαυτό του να μιλήσει. «Διέταξε με, Μέγα Άρχοντα, και θα υπακούσω.»
«Πρώτον, θα επιστρέψεις στο Τάραμπον και θα εξακολουθήσεις τα καλά σου έργα. Και μάλιστα σε διατάζω να διπλασιάσεις τις προσπάθειες σου.»
Αυτός κοίταξε τον Μπα’άλζαμον μπερδεμένος, αλλά ύστερα οι φλόγες ξανάναψαν πίσω από τη μάσκα και υποκλίθηκε, σαν πρόφαση για να κοιτάξει αλλού. «Όπως διατάζεις Μέγα Άρχοντα, έτσι θα γίνει.»
«Δεύτερον, έχε τα μάτια σου ανοιχτά για τους τρεις νεαρούς και πες στους ακόλουθους σου να προσέχουν. Σε προειδοποιώ: είναι επικίνδυνοι.»
Ο άνδρας που αυτοαποκαλείτο Μπορς κοίταξε τις μορφές που έπλεαν μπροστά από τον Μπα’άλζαμον.
«Το σπαθί είναι επικίνδυνο γι’ αυτόν που βρίσκεται στη μύτη του, αλλά όχι γι’ αυτόν που βρίσκεται στη λαβή του. Εκτός αν αυτός που κρατά τη λαβή είναι ανόητος, ή απρόσεκτος, ή αδίδακτος, και σ’ αυτή την περίπτωση είναι δυο φορές πιο επικίνδυνο για τον ίδιο. Αρκεί που σου είπα να τους ξέρεις. Αρκεί να με υπακούσεις.»
«Όπως διατάζεις, Μέγα Άρχοντα, έτσι θα γίνει.»
«Τρίτον, σχετικά μ’ αυτούς που άραξαν στο Τόμαν Χεντ, και τους Ντομανούς. Γι’ αυτό το ζήτημα δεν θα μιλήσεις σε κανέναν. Όταν επιστρέψεις στο Τάραμπον...»
Ο άνδρας που αυτοαποκαλείτο Μπορς κατάλαβε, καθώς άκουγε, ότι το στόμα του είχε μισανοίξει χάσκοντας. Οι οδηγίες του δεν είχαν νόημα.
Ξαφνικά ένιωσε κάτι να σφίγγει το κεφάλι του, σαν ένα γιγάντιο χέρι να έλιωνε τους κροτάφους του, ένιωσε κάτι να τον σηκώνει και ο κόσμος διαλύθηκε με χιλιάδες αστραπές· κάθε λάμψη έγινε μια εικόνα που διέτρεξε το νου του ή στριφογύρισε και χάθηκε στο βάθος, πριν προλάβει να την καλοδεί. Ένας απίστευτος ουρανός με σύννεφα σε ραβδώσεις, κόκκινα και κίτρινα και μαύρα, που έτρεχαν, σαν να τα έσπρωχνε ο πιο δυνατός άνεμος που είχε δει ποτέ ο κόσμος. Μια γυναίκα —μια κοπέλα;— ντυμένη στα λευκά εμφανίστηκε και την ίδια στιγμή απομακρύνθηκε στο σκοτάδι καν χάθηκε. Ένα κοράκι τον κοίταξε κατάματα,
Ο άνδρας που αυτοαποκαλείτο Μπορς ένιωσε ότι ήταν μισοσκυμμένος στην αίθουσα μαζί με τους άλλους, που οι περισσότεροι τον παρακολουθούσαν, χωρίς κανείς να μιλά. Όπου κι αν κοίταζε, πάνω ή κάτω, ή προς κάθε κατεύθυνση, το μασκοφορεμένο πρόσωπο του Μπα’άλζαμον κατέκλυζε το βλέμμα του. Οι εικόνες που είχαν πλημμυρίσει το μυαλό του ξεθώριαζαν· ήταν σίγουρος ότι πολλές είχαν ήδη χαθεί από τη μνήμη του. Ορθώθηκε διστακτικά, με τον Μπα’άλζαμον συνεχώς μπροστά του.
«Μέγα Άρχοντα, τι-;»
«Μερικές διαταγές είναι τόσο σημαντικές, ώστε δεν πρέπει να τις ξέρει ούτε κι αυτός που θα τις εκτελέσει.»
Ο άνδρας που αυτοαποκαλείτο Μπορς υποκλίθηκε σχεδόν ως το πάτωμα. «Όπως προστάζεις, Μέγα Άρχοντα», ψιθύρισε βραχνά, «έτσι θα γίνει.»