Читаем Το Μεγάλο Κυνήγι полностью

Ο άνεμος δυνάμωσε πάλι, φέρνοντας τα καμπανίσματα που ακουγόταν στην πόλη. Κάποιοι γιορτάζουν ακόμα τον ερχομό της άνοιξης. Η παρείσακτη σκέψη πετάρισε στο κενό με κύματα φωτός, ενοχλώντας την αδειανωσύνη· το σπαθί εξάσκησης στριφογύρισε στα χέρια του Λαν, σαν ο Πρόμαχος να διάβαζε το μυαλό του Ραντ.

Για αρκετή ώρα το γοργό κλακ-κλακ-κλακ των δεματιών σκέπασε την κορφή του πύργου. Ο Ραντ δεν έκανε την παραμικρή προσπάθεια να χτυπήσει τον άλλο· μόλις που κατάφερνε να σταματά τις επιθέσεις του Πρόμαχου. Αποκρούοντας τα χτυπήματα του Λαν την ύστατη στιγμή, ήταν αναγκασμένος να οπισθοχωρεί. Η έκφραση του Λαν δεν άλλαζε καθόλου· το σπαθί εξάσκησης έμοιαζε να έχει ζωντανέψει στα χέρια του. Απότομα, πάνω στην κίνηση, μια γυριστή σπαθιά μετατράπηκε σε ευθύ χτύπημα. Ο Ραντ, έχοντας ξαφνιαστεί, έκανε πίσω, μορφάζοντας κιόλας για το χτύπημα, που ήξερε ότι αυτή τη φορά δεν θα κατάφερνε να το σταματήσει.

Ο άνεμος αλύχτησε στον πύργο... και τον παγίδευσε. Ήταν σαν ο αέρας να είχε γίνει ξαφνικά πηχτός, πιάνοντάς τον μέσα σε κουκούλι. Σπρώχνοντάς τον μπροστά. Ο χρόνος και η κίνηση επιβραδύνθηκαν· τρομαγμένος, παρακολούθησε το σπαθί εξάσκησης του Λαν να πλησιάζει αργά το στήθος του. Η πρόσκρουση δεν είχε τίποτα το αργό ή το απαλό. Τα πλευρά του έτριξαν, σαν να τα είχε χτυπήσει σφυρί. Μούγκρισε, αλλά ο άνεμος δεν του επέτρεψε να κάνει πίσω· αντίθετα, συνέχισε να τον πηγαίνει μπροστά. Τα δεμάτια του σπαθιού εξάσκησης του Λαν λύγισαν και δίπλωσαν —τόσο αργά, όπως του φαινόταν— κι έπειτα τσακίστηκαν, με μυτερές άκρες, οι οποίες σύρθηκαν προς την καρδιά του, και τραχιές γωνίες, που του τρύπησαν το δέρμα. Πόνος διέτρεξε το σώμα του· ένιωσε σαν να τον είχαν μαστιγώσει. Καιγόταν, λες κι ο ήλιος είχε κορώσει για να τον καρβουνιάσει, σαν χοιρινό στο τηγάνι.

Με μια κραυγή, ρίχτηκε παραπατώντας προς τα πίσω, έπεσε πάνω στο πέτρινο τοιχίο. Με το χέρι να τρέμει, άγγιξε τα κοψίματα στο στέρνο του και σήκωσε τα ματωμένα δάχτυλα μπροστά στα γκρίζα μάπα του, χωρίς να μπορεί να το πιστέψει.

«Τι βλακώδης κίνηση ήταν αυτή, βοσκέ;» είπε απότομα ο Λαν. «Ξέρεις πέντε πράγματα πια, ή θα έπρεπε να τα ξέρεις, εκτός αν ξέχασες ό,τι πήγα να σου μάθω. Πόσο άσχημη είναι η-;» Σταμάτησε όταν ο Ραντ ύψωσε το βλέμμα πάνω του.

«Ο άνεμος». Το στόμα του Ραντ ήταν ξερό. «Με — με έσπρωξε! Ήταν... Ήταν στερεός, σαν τοίχος! »

Ο Πρόμαχος τον κοίταξε σιωπηλά, έπειτα του άπλωσε το χέρι. Ο Ραντ το πήρε και άφησε τον Λαν να τον σηκώσει όρθιο.

«Μπορεί να συμβούν παράξενα πράγματα εδώ κοντά στη Μάσαγα», είπε τελικά ο Λαν, αλλά, παρά την ανέκφραστη φωνή του, φαινόταν προβληματισμένος. Αυτό ήταν παράξενο. Οι Πρόμαχοι, αυτοί οι σχεδόν μυθικοί πολεμιστές που υπηρετούσαν τις Άες Σεντάι, σπάνια έδειχναν συναισθήματα, και ο Λαν ήταν κλειστός ακόμα και για Πρόμαχο. Πέταξε παράμερα το τσακισμένο σπαθί και έγειρε στον τοίχο, όπου βρίσκονταν τα πραγματικά σπαθιά τους, μακριά από κει που έκαναν εξάσκηση.

«Δεν ήταν έτσι», διαμαρτυρήθηκε ο Ραντ. Πλησίασε τον άλλο, μισογονάτισε, με την πλάτη κόντρα στον πέτρινο τοίχο. Έτσι η κορυφή του τοίχου ήταν ψηλότερα από το κεφάλι του, προσφέροντας κάποια προστασία από τον άνεμο. Αν ήταν άνεμος. Κανένας άνεμος ποτέ δεν είχε τέτοια αίσθηση... στερεότητας. «Μα την ειρήνη! Μπορεί ούτε ακόμα και μέσα στη Μάστιγα.»

«Για κάποιον σαν και σένα...» Ο Λαν σήκωσε τους ώμους, σαν να εξηγούσε τα πάντα αυτή η φράση. «Πότε φεύγεις, βοσκέ; Πέρασε μήνας από τότε που είπες ότι θα φύγεις, και έλεγα ότι τώρα θα είχες τρεις βδομάδες στο δρόμο.»

Ο Ραντ τον κοίταξε έκπληκτος. Φέρεται σαν να μην έγινε τίποτα! Έσμιξε τα φρύδια, άφησε κάτω το σπαθί εξάσκησης και έφερε το πραγματικό σπαθί στα γόνατα του, με τα δάχτυλά του να τρέχουν στη μακριά, τυλιγμένη με δέρμα λαβή, που είχε το σημάδι ενός μπρούτζινου ερωδιού. Άλλοι ένας μπρούτζινος ερωδιός υπήρχε στο θηκάρι και άλλος ένας ήταν χαραγμένος στη θηκαρωμένη λεπίδα. Ακόμα του φαινόταν λιγάκι παράξενο που είχε σπαθί. Που είχε καν σπαθί, πόσο μάλλον ένα με το σημάδι του δάσκαλου ξιφομάχου. Ήταν ένας αγρότης από τους Δύο Ποταμούς, που τώρα ήταν τόσο μακριά. Ίσως να ήταν για πάντα μακριά. Ο Ραντ ήταν βοσκός, σαν τον πατέρα του —Ήμουν βοσκός. Τι είμαι τώρα;— και ο πατέρας του του είχε δώσει ένα σπαθί με το σημάδι του ερωδιού. Ο Ταμ είναι ο πατέρας μου, ότι και να λένε οι άλλοι. Ευχήθηκε να μην έμοιαζαν οι σκέψεις του σαν να προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό του.

Και πάλι ο Λαν φάνηκε να διαβάζει το μυαλό του. «Στις Μεθόριες, βοσκέ, αν ένας άνδρας αναλάβει να μεγαλώσει ένα παιδί, το παιδί είναι δικό του και κανείς δεν μπορεί να φέρει αντίρρηση.»

Перейти на страницу:

Похожие книги