Читаем Το Μεγάλο Κυνήγι полностью

«Ένα από αυτά τα σπαθιά, το σπαθί ενός απλού στρατιώτη» —με έναν αχνό μορφασμό, σχεδόν Θλιμμένο θα τον έλεγε κανείς, αν οι Πρόμαχοι έδειχναν συναισθήματα, ξανάβαλε τη λεπίδα στη θήκη της-«έγινε κάτι παραπάνω. Από την άλλη μεριά, εκείνα που φτιάχτηκαν για άρχοντες στρατηγούς, με λεπίδες τόσο σκληρές, τις οποίες κανένας οπλοποιός δεν μπορούσε να τις σημαδέψει, που όμως ήταν ήδη σημαδεμένες μ’ έναν ερωδιό, αυτές οι λεπίδες έγιναν περιζήτητες.»

Τα χέρια του Ραντ τινάχτηκαν μακριά από το σπαθί που ήταν ακουμπισμένο στα γόνατά του. Αυτό αναποδογύρισε, κι ενστικτωδώς το άρπαξε πριν πέσει στις πέτρες. «Θέλεις να πεις ότι αυτό το έφτιαξαν Άες Σεντάι; Νόμιζα ότι μιλούσες για το δικό σου σπαθί.»

«Δεν είναι έργο των Άες Σεντάι όλες οι λεπίδες με το σημάδι του ερωδιού. Ελάχιστοι είναι αυτοί που ξέρουν το σπαθί με τόση ικανότητα, ώστε να ονομαστούν δάσκαλοι ξιφομάχοι και να τους απονεμηθεί λεπίδα με ερωδιό· αλλά κι έτσι, δεν απομένουν πολλές λεπίδες φτιαγμένες από Άες Σεντάι, παρά μόνο για μια χούφτα ανθρώπους. Οι περισσότερες είναι από δάσκαλους οπλοποιούς· το καλύτερο ατσάλι που μπορεί να φτιάξει άνθρωπος, όμως, έστω κι έτσι, είναι δουλεμένο από ανθρώπινα χέρια. Μα αυτό εδώ, βοσκέ... αυτό έχει να πει ιστορία τριών χιλιάδων χρονών, και παραπάνω.»

«Δεν μπορώ να ξεφύγω απ’ αυτά, ε;» είπε ο Ραντ. Ισορρόπησε το σπαθί μπροστά του στη μύτη της θήκης· δεν του φαινόταν διαφορετικό από πριν, τώρα που ήξερε. «Από τα έργα των Άες Σεντάι.» Μα μου το έδωσε ο Ταμ. Μου το έδωσε ο πατέρας μου. Αρνήθηκε να σκεφτεί πού είχε βρει τέτοια λεπίδα ένας βοσκός στους Δύο Ποταμούς. Υπήρχαν επικίνδυνα ρεύματα σ’ αυτές τις σκέψεις, βάθη που δεν ήθελε να τα εξερευνήσει.

«Στ’ αλήθεια θέλεις να φύγεις, βοσκέ; Θα σε ξαναρωτήσω. Γιατί δεν έφυγες, λοιπόν; Για το σπαθί; Σε πέντε χρόνια θα μπορούσα να σε κάνω αντάξιό του, να σε κάνω δάσκαλο ξιφομάχο. Έχεις γοργούς καρπούς, καλή ισορροπία, και δεν κάνεις δυο φορές το ίδιο λάθος. Αλλά δεν μπορώ να αφιερώσω πέντε χρόνια για να σε διδάξω, και δεν έχεις πέντε χρόνια για να μάθεις. Δεν έχεις ούτε καν έναν χρόνο, και το ξέρεις. Όπως είσαι τώρα, δεν θα τρυπήσεις κατά λάθος το πόδι σου. Στέκεις σαν να ταιριάζει το σπαθί στη μέση σου, βοσκέ, και οι πιο πολλοί νταήδες στα χωριά θα το νιώσουν. Αλλά αυτό το είχες σχεδόν από την μέρα που το πρωτοφόρεσες. Γιατί λοιπόν είσαι ακόμα εδώ;»

«Ο Ματ και ο Πέριν είναι ακόμα εδώ», μουρμούρισε ο Ραντ. «Δεν θέλω να φύγω πριν απ’ αυτούς. Δεν θα τους ξαναδώ —μπορεί να μην τους ξαναδώ— για πολλά χρόνια, ίσως.» Το κεφάλι του έγειρε πάλι στον τοίχο. «Μα το αίμα και τις στάχτες! Τουλάχιστον αυτοί απλώς νομίζουν ότι είμαι τρελός, που δεν πάω σπίτι μαζί τους. Η Νυνάβε άλλοτε με κοιτάζει σαν να είμαι εξάχρονο παιδάκι που έγδαρε το γόνατό του κι αυτή θα το γιατρέψει, κι άλλοτε με κοιτάζει σαν να βλέπει ξένο. Που μάλιστα Θα τον προσβάλει, αν τον κοιτάξει περίεργα. Είναι μια Σοφία, κι εκτός αυτού, δεν νομίζω ότι φοβήθηκε ποτέ της κάτι, αλλά...» Κούνησε το κεφάλι του. «Και η Εγκουέν. Που να καώ! Ξέρει γιατί πρέπει να φύγω, αλλά, κάθε φορά που το αναφέρω, με κοιτάζει κι εγώ μέσα μου δένομαι κόμπος και...» Έκλεισε τα μάτια, πιέζοντας τη λαβή του σπαθιού στο μέτωπό του, σαν να μπορούσε έτσι να εξαφανίσει αυτό που σκεφτόταν. «Θα ήθελα... Θα ήθελα...»

«Θα ήθελες να ήταν όλα όπως παλιά, βοσκέ; Ή δα ήθελες να ερχόταν η κοπέλα μαζί σου, αντί να πάει στην Ταρ Βάλον; Λες να αρνηθεί να γίνει Άες Σεντάι και να προτιμήσει μια ζωή περιπλάνησης; Μαζί σου; Αν της το πεις με τον κατάλληλο τρόπο, ίσως το κάνει. Είναι παράξενο πράγμα ο έρωτας.» Ο Λαν ξαφνικά έδειξε κουρασμένος. «Πιο παράξενο δεν υπάρχει.»

«Όχι». Αυτό ακριβώς ευχόταν, να ήθελε η κοπέλα να έρθει μαζί του. Ανοιξε τα μάτια, ίσιωσε την πλάτη, έκανε τη φωνή του να ακουστεί σίγουρη. «Όχι, δεν θα την άφηνα να έρθει μαζί μου, ακόμα κι αν το ζητούσε». Δεν θα της έκανε κάτι τέτοιο. Αλλά, μα το Φως, δεν θα ήταν γλυκό, έστω για μια στιγμή, αν έλεγε ότι ήθελε; «Πεισμώνει σαν μουλάρι, όταν νομίζει ότι πάω να της πω τι να κάνει, αλλά απ’ αυτό μπορώ να την προστατεύσω.» Ευχήθηκε να βρισκόταν η κοπέλα πίσω στο Πεδίο του Έμοντ, όμως αυτή η ελπίδα είχε χαθεί τη μέρα που η Μουαραίν είχε έρθει στους Δύο Ποταμούς. «Έστω κι αν αυτό σημαίνει πως θα γίνει Άες Σεντάι!» Με την άκρη του ματιού του είδε το υψωμένο φρύδι του Λαν, και κοκκίνισε.

«Και είναι αυτός ο μόνος λόγος; Θέλεις να περάσεις όσο πιο πολύ καιρό μπορείς μαζί με τους παιδικούς σου φίλους πριν φύγουν; Γι’ αυτό δεν λες να το κουνήσεις από δω; Ξέρεις τι σε κυνηγά.»

Ο Ραντ σηκώθηκε όρθιος με θυμό. «Εντάξει, είναι η Μουαραίν! Λεν θα ήμουν καν εδώ, αν δεν υπήρχε αυτή, και δεν καταδέχεται ούτε να μου μιλήσει.»

«Θα ήσουν νεκρός, αν δεν υπήρχε αυτή, βοσκέ», είπε με σταθερή φωνή ο Λαν, όμως ο Ραντ συνέχισε ορμητικά.

Перейти на страницу:

Похожие книги