Читаем Το Μεγάλο Κυνήγι полностью

Οι Άες Σεντάι ήταν αξιοσέβαστες στο Σίναρ, τουλάχιστον για τους περισσότερους ανθρώπους, και οι υπόλοιποι τις έβλεπαν με σεβασμό και φόβο, αλλά ο Ραντ είχε βρεθεί σε μέρη που τα πράγματα ήταν αλλιώς, που υπήρχε μονάχα ο φόβος και συχνά μίσος. Εκεί που είχε μεγαλώσει υπήρχαν κάποιοι που μιλούσαν για τις «μάγισσες της Ταρ Βάλον» όπως δα μιλούσαν για τον Σκοτεινό. Ο Ραντ προσπάθησε να μετρήσει τις γυναίκες, αλλά αυτές δεν είχαν σχηματισμό και τάξη, και τριγυρνούσαν με τα άλογά τους για συνομιλήσουν μεταξύ τους, ή με το άτομο στο παλανκίνο, όποιο κι αν ήταν αυτό. Ένιωσε να του σηκώνονται οι τρίχες. Είχε ταξιδέψει με τη Μουαραίν, και είχε ανταμώσει άλλη μια Άες Σεντάι, και είχε αρχίσει να θεωρεί τον εαυτό του κοσμογυρισμένο. Κανένας δεν έφευγε ποτέ από τους Δύο Ποταμούς, σχεδόν κανένας, αλλά αυτός είχε φύγει. Είχε δει πράγματα, τα οποία κανένας στους Δύο Ποταμούς δεν είχε δει ποτέ, είχε κάνει πράγματα που οι άλλοι μονάχα τα ονειρεύονταν, αν τα όνειρά τους έφταναν τόσο μακριά. Είχε δει βασίλισσα και είχε γνωρίσει την Κόρη-Διάδοχο του Άντορ, τα είχε βάλει με Μυρντράαλ και είχε ταξιδέψεις στις Οδούς, και τίποτα από κείνα δεν τον είχε προετοιμάσει γι’ αυτή τη στιγμή.

«Γιατί τόσες πολλές;» ψιθύρισε ξανά.

«Η Έδρα της Άμερλιν ήρθε αυτοπροσώπως.» Ο Λαν τον κοίταξε, με έκφραση σκληρή και ανέκφραστη σαν βράχος. «Τέλος τα μαθήματα, βοσκέ.» Έκανε μια παύση, και του Ραντ σχεδόν του φάνηκε πως το πρόσωπό του έδειχνε συμπόνια. Μα, φυσικά, αυτό αποκλειόταν. «Καλύτερα να είχες φύγει καμιά βδομάδα πριν,» Ύστερα ο Πρόμαχος μάζεψε το πουκάμισό του και χάθηκε στη σκάλα μέσα στον πύργο.

Ο Ραντ κούνησε τη γλώσσα στο ξερό στόμα του. Κοίταξε τη φάλαγγα, η οποία πλησίαζε το Φαλ Ντάρα σαν να ήταν πραγματικό φίδι, Θανάσιμη οχιά. Τα τύμπανα και οι σάλπιγγες τραγουδούσαν δυνατά στα αυτιά του. Η Έδρα της Άμερλιν, που πρόσταζε τις Άες Σεντάι. Ήρθε εξαιτίας μου. Δεν μπορούσε να σκεφτεί άλλο λόγο.

Ήξεραν πολλά και διάφορα, είχαν γνώση που θα μπορούσε να τον βοηθήσει, ήταν σίγουρος γι’ αυτό. Και δεν τολμούσε να ρωτήσει καμιά τους. Φοβόταν πως είχαν έρθει για να τον ειρηνέψουν. Κι επίσης φοβάσαι ότι δεν ήρθαν γι’ αυτό, παραδέχθηκε. Φως μου, δεν ξέρω τι μα τρομάζει πιο πολύ.

«Δεν ήθελα να διαβιβάσω τη Δύναμη», ψιθύρισε. «Κατά λάθος έγινε! Φως μου, δεν θέλω καμία σχέση μ’ αυτά. Ορκίζομαι ότι δεν θα την ξαναγγίξω! Το ορκίζομαι!»

Τινάχτηκε, όταν συνειδητοποίησε ότι η ομάδα των Άες Σεντάι έμπαινε από τις πύλες. Ο άνεμος στροβιλίστηκε με μανία, έκανε τον ιδρώτα του να μοιάζει με παγωμένες σταγόνες, τις σάλπιγγες να ακούγονται σαν ύπουλα γέλια· του Ραντ του φάνηκε ότι στον αέρα υπήρχε έντονη η οσμή ανοιχτού τάφου. Ο τάφος μου, αν κάτσω μαρμαρωμένος εδώ.

Αρπαξε το πουκάμισό του, κατέβηκε βιαστικά τη σκάλα και άρχισε να τρέχει.

2

Το Καλωσόρισμα

Οι θάλαμοι του Φαλ Ντάρα, με τους λείους πέτρινους τοίχους, οι οποίοι ήταν λιτά διακοσμημένοι με κομψές, απλές ταπισερί και ζωγραφισμένα διαχωριστικά, έβραζαν από τα νέα της επικείμενης άφιξης της Έδρας της Άμερλιν. Οι υπηρέτες, ντυμένοι στα μαύρα και κι χρυσά, πηγαινοέρχονταν στις δουλειές τους, τρέχοντας να ετοιμάσουν δωμάτια, ή να μεταφέρουν οδηγίες στις κουζίνες, ενώ έλεγαν αναστενάζοντας πως δεν θα πρόφταιναν να ετοιμάσουν τα πάντα για μια τέτοια προσωπικότητα, αφού δεν τους είχαν προειδοποιήθει. Οι μαυρομάτηδες πολεμιστές, με τα κεφάλια ξυρισμένα έτσι ώστε να αφήνουν μόνο έναν κότσο στην κορυφή, δεμένο με δερμάτινη λωρίδα, δεν έτρεχαν, αλλά τα βήματά τους έδειχναν βιασύνη και τα πρόσωπα τους έλαμπαν, με ενθουσιασμό που φυσιολογικά έδειχναν μόνο στη μάχη. Μερικοί από τους άνδρες μιλούσαν στον Ραντ, καθώς αυτός περνούσε τρέχοντας δίπλα τους.

«Α, εδώ είσαι, Ραντ αλ’Θορ. Η ειρήνη να χαμογελά στο σπαθί σου. Πας να πλυθείς; Πρέπει να είσαι στην τρίχα, όταν σε παρουσιάσουν στην Έδρα της Άμερλιν. Θα θέλει να δει εσένα και τους δύο φίλους σου, όπως επίσης και τις γυναίκες, να είσαι σίγουρος γι’ αυτό.»

Ο Ραντ πήγε με γοργό βήμα προς την φαρδιά σκάλα που έβγαζε πια καταλύματα των ανδρών, Ήταν τόσο πλατιά, που μπορούσαν να σταθούν είκοσι άνδρες ο ένας πλάι στον άλλον.

«Η Άμερλιν αυτοπροσώπως, απροειδοποίητα, λες κι είναι ο τελευταίος πραματευτής. Μάλλον ήρθε για τη Μουαραίν Σεντάι κι εσάς του νότιους, ε; Τι άλλο;»

Οι πλατιές Θύρες με το σιδερένιο δέσιμο στα καταλύματα των ανδρών ήταν ανοιχτές και σχεδόν φρακαρισμένες από άνδρες με κότσους, που μιλούσαν μ’ έξαψη για την άφιξη της Άμερλιν.

«Ε, νότιε! Η Άμερλιν είναι εδώ. Πρέπει να ’ρθε για σένα και τους φίλους σου. Μα την ειρήνη, τι τιμή για σένα! Σπάνια φεύγει από την Ταρ Βάλον και, απ’ όσο θυμάμαι, δεν έχει ξανάρθει στις Μεθόριες.»

Перейти на страницу:

Похожие книги