Τα υπόλοιπα ρούχα —τα περισσότερα, δηλαδή— τα ξανάχωσε στην ντουλάπα. Δεν ήταν ανάγκη να αφήσει ενδείξεις της φυγής του για να τις βρει ο πρώτος που θα έχωνε το κεφάλι του στο δωμάτιο.
Ακόμα συνοφρυωμένος, γονάτισε πλάι στο κρεβάτι του. Οι πλακοστρωμένες εξέδρες στις οποίες κάθονταν τα κρεβάτια ήταν σόμπες· εκεί η φωτιά, που την άφηναν να σιγοκαίει ολονυχτίς, μπορούσε να κρατήσει το κρεβάτι ζεστό ακόμα και την πιο κρύα νύχτα του Σιναρανού χειμώνα. Ο Ραντ δεν είχε συνηθίσει σε τόση παγωνιά τις νύχτες τέτοια εποχή, αλλά τώρα οι κουβέρτες του έφταναν για να ζεσταθεί. Ανοιξε το πορτάκι της σόμπας και έβγαλε ένα δέμα, που δεν μπορούσε να το αφήσει πίσω. Ευτυχώς που η Ελάνσου δεν είχε σκεφτεί ότι θα ’βαζε κανείς ρούχα σε κείνο το μέρος.
Ακούμπησε το δέμα πάνω στις κουβέρτες, έλυσε τη μια άκρη και την ξεδίπλωσε. Ήταν ο μανδύας ενός βάρδου, γυρισμένος το μέσα-έξω για να κρύβει τα εκατοντάδες μπαλώματα που τον κάλυπταν, μπαλώματα σ’ ό,τι μέγεθος και χρώμα μπορούσε να φανταστεί κανείς. Ο μανδύας δεν ήταν τρύπιος· τα μπαλώματα ήταν το διακριτικό βάρδου. Ενός βάρδου, κάποτε.
Μέσα του ήταν τυλιγμένες δύο θήκες από σκληρό πετσί. Η πιο μεγάλη είχε μια άρπα, την οποία ο Ραντ δεν άγγιζε ποτέ.
Ανατρίχιασε και ξανάδεσε το μανδύα. «Αυτό τελείωσε.» Σκέφτηκε τον άνεμο στην κορυφή του πύργου και πρόσθεσε, «Παράξενα πράγματα συμβαίνουν τόσο κοντά στη Μάστιγα.» Δεν ήξερε αν το πίστευε, τουλάχιστον με τον τρόπο που φαινόταν να το εννοεί ο Λαν. Πάντως, ανεξάρτητα από τον ερχομό της Έδρας της Άμερλιν, είχε παρακαθίσει στο Φαλ Ντάρα.
Φόρεσε το μανδύα που είχε αφήσει έξω —είχε έναβαθυπράσινο χρώμα, που του θύμιζε τα δάση στο σπίτι, τη φάρμα του Ταμ στο Δυτικό Δάσος όπου είχε μεγαλώσει, και το Νεροδάσος, όπου είχε μάθει να κολυμπά— και φόρεσε το σπαθί με το σήμα του ερωδιού στη μέση του, κρεμώντας από την άλλη μεριά τη φαρέτρα, απ’ όπου τα βέλη ξεπρόβαλλαν σαν αγκάθια. Το τόξο του, με τη χορδή λυμένη, βρισκόταν ακουμπισμένο στη γωνία, μαζί με τα τόξα του Ματ και του Πέριν· το ξύλο του τόξου ήταν δυο χέρια ψηλότερό του. Το είχε φτιάξει μόνος του όταν είχε έρθει στο Φαλ Ντάρα, κι εκτός από τον ίδιο, μόνο ο Λαν και ο Πέριν μπορούσαν να το λυγίσουν. Έβαλε τη διπλωμένη κουβέρτα του και τον καινούργιο μανδύα του στις Θηλιές των δεμάτων, τα κρέμασε και τα δύο από τον αριστερό ώμο του, έριζε τα σακίδια της σέλας από πάνω κι έπιασε το τόξο.
Μισάνοιξε την πόρτα, είδε ότι ο διάδρομος φαν σχεδόν άδειος· ένας υπηρέτης με λιβρέα πέρασε φουριόζος, μα ούτε που κοίταξε τον Ραντ. Μόλις έσβησε ο ήχος των βημάτων του άλλου, ο Ραντ βγήκε στο διάδρομο.
Προσπάθησε να περπατά φυσικά, άνετα, αλλά με τα σακίδια στον ώμο και τους μπόγους στον ώμο ήξερε με τι έμοιαζε, σαν άνθρωπος που ξεκινούσε για μακρύ ταξίδι χωρίς να σκοπεύει να ξαναγυρίσει. Οι σάλπιγγες ήχησαν πάλι, κι εδώ, μέσα στο οχυρό, ακούστηκαν πιο αμυδρές.
Ο Ραντ είχε άλογο, έναν ψηλό ρούσσο επιβήτορα στο βόρειο στάβλο, που λεγόταν ο Στάβλος του Άρχοντα και ήταν κοντά στη μικρή πύλη που χρησιμοποιούσε ο Άρχοντας Άγκελμαρ όταν έβγαινε με το άλογο. Ούτε ο Άρχοντας του Φαλ Ντάρα, ούτε η οικογένειά του θα πήγαιναν για ιππασία σήμερα, όμως, και ο στάβλος ίσως να ήταν άδειος, με εξαίρεση τους σταβλίτες, Για να φτάσει κανείς στο Στάβλο του Άρχοντα από το δωμάτιο του Ραντ υπήρχαν δύο τρόποι. Ο ένας θα τον έφερνε γύρω από το οχυρό, πίσω από τον ιδιωτικό κήπο του Άρχοντα Άγκελμαρ, μετά από τη αντίπερα μεριά και μέσα από το πεταλωτήριο, που κι αυτό τώρα θα ήταν άδειο, και θα κατέληγε στην αυλή του στάβλου. Ο άλλος δρόμος ήταν πολύ πιο σύντομος· πρώτα θα περνούσε από την εξωτερική αυλή, όπου σχεδόν αυτή τη στιγμή έφτανε η Έδρα της Άμερλιν μαζί με καμιά δεκαριά Άες Σεντάι, ή και περισσότερες.