Το πετσί του ανατρίχιασε μ’ αυτή τη σκέψη· δεν ήθελε άλλα μπλεξίματα με τις Άες Σεντάι. Έστω και με μία, και πάλι πολύ ήταν. Το έλεγαν τα παραμύθια και ο Ραντ ήξερε ότι ήταν γεγονός. Αλλά δεν ξαφνιάστηκε, όταν τα πόδια του τον τράβηξαν μόνα τους προς την εξωτερική αυλή. Δεν Θα έβλεπε ποτέ τη Θρυλική Ταρ Βάλον —δεν μπορούσε να το ρισκάρει, ούτε τώρα ούτε ποτέ άλλοτε— αλλά Θα μπορούσε να ρίξει μια κλεφτή ματιά στην Έδρα της Άμερλιν πριν φύγει. Θα ήταν σαν να έβλεπε βασίλισσα.
Ανοιξε τη βαριά πόρτα με τη σιδερένια ενίσχυση που έβγαζε στην εξωτερική αυλή και βγήκε σιωπηλά. Υπήρχε κόσμος στο διάδρομο των σκοπών, στην κορυφή κάθε τείχους· στρατιώτες με κότσο, υπηρέτες με λιβρέες, εργάτες ακόμα λασπωμένοι, όλοι κολλητά ο ένας στον άλλον, παιδιά που κάθονταν σε ώμους μεγάλων για να δουν πάνω από το κεφάλι τους, ή που στριμώχνονταν γύρω από τα γόνατα και τη μέση τους για να κρυφοκοιτάξουν. Ακόμα και τα μπαλκόνια των τοξοτών ξεχείλιζαν, σαν βαρέλια με μήλα, και πρόσωπα ξεμύτιζαν ακόμα και από τις βελοθυρίδες στα τείχη. Ένα πυκνό ανθρώπινο πλήθος στεκόταν αντίκρυ στην πλατεία σαν άλλο ένα τείχος. Κι όλοι έβλεπαν και περίμεναν σιωπηλά.
Ο Ραντ προχώρησε, ανοίγοντας δρόμο πλάι στο τείχος, μπροστά από τους πάγκους των σιδεράδων και των κατασκευαστών βελών που περικύκλωναν την αυλή —το Φαλ Ντάρα ήταν φρούριο, όχι παλάτι, παρά το μέγεθος και την τραχιά μεγαλοπρέπειά του, και τα πάντα εξυπηρετούσαν αυτό το σκοπό— ζητώντας χαμηλόφωνα συγνώμη από τους ανθρώπους που έσπρωχνε. Μερικοί κοίταζαν γύρω κατσουφιάζοντας, και κάποιοι έριχναν και δεύτερη ματιά στα σακίδια και χα δέματά του, κανένας όμως δεν έσπαζε τη σιωπή. Οι περισσότεροι δεν κοίταζαν καν αυτόν που τους σκουντούσε.
Ο Ραντ μπορούσε άνετα να δει πάνω από τα κεφάλια των περισσοτέρων, όσο για να διακρίνει τι συνέβαινε στην αυλή. Λίγο πιο μέσα από την κεντρική πύλη, μια σειρά ανδρών στεκόταν πλάι στα άλογά τους, δεκάξι συνολικά. Δεν υπήρχαν δυο που να έχουν όμοια πανοπλία ή σπαθί, και κανένας δεν έμοιαζε με τον Λαν, αλλά ο Ραντ δεν αμφέβαλλε ότι ήταν Πρόμαχοι. Στρογγυλά πρόσωπα, τετράγωνα πρόσωπα, μακρουλά πρόσωπα, στενά πρόσωπα, όλοι τους είχαν την ίδια έκφραση, σαν να έβλεπαν και να άκουγαν πράγματα, που δεν έφταναν στα μάτια και τα αυτιά των άλλων ανθρώπων. Έτσι όπως στέκονταν νωχελικά, έμοιαζαν πιο θανάσιμοι κι από κοπάδι λύκων. Μόνο μια ομοιότητα ακόμα υπήρχε. Όλοι μα όλοι φορούσαν τον μανδύα που άλλαζε χρώματα, τον οποίο ο Ραντ είχε πρωτοδεί να φορά ο Λαν, τον μανδύα που συχνά έμοιαζε να γίνεται ένα μ’ ό,τι ήταν πίσω του. Ήταν θέαμα που ενοχλούσε το βλέμμα κι έφερνε ταραχή, τόσοι άνδρες μ’ αυτούς τους μανδύες.
Δώδεκα απλωσιές μπροστά από τους Πρόμαχους, μια σειρά γυναικών στεκόταν πλάι στα κεφάλια των αλόγων τους, με τις κουκούλες τους ριγμένες πίσω. Ο Ραντ τώρα μπορούσε να τις μετρήσει. Δεκατέσσερις. Δεκατέσσερις Άες Σεντάι. Αυτό πρέπει να ήταν. Ψηλές και κοντές, λεπτές και παχουλές, ξανθές και μελαχρινές, με μαλλιά κοντά ή μακριά, αφημένα να πέφτουν στους ώμους ή πλεγμένα πλεξούδες, με ρούχα διαφορετικά, όπως και των Προμάχων, με κάθε μια τους να φορά κάτι διαφορετικό σε κόψιμο και χρώμα. Όμως κι αυτές επίσης είχαν μια ομοιότητα, κάτι που ήταν φανερό μόνο όταν στέκονταν έτσι μαζί. Όλες μα όλες έμοιαζαν αγέραστες. Ο Ραντ έτσι από μακριά θα έλεγε ότι ήταν όλες νεαρές, αλλά ήξερε ότι από πιο κοντά θα ήταν σαν τη Μουαραίν. Θα έδειχναν νέες, αλλά όχι ακριβώς, η επιδερμίδα τους θα ήταν απαλή, αλλά τα πρόσωπα υπερβολικά ώριμα για νιότη, τα μάτια τους θα παραέδειχναν έμπειρα.
Οι Άες Σεντάι, αγνοούσαν ατάραχες τους θεατές και είχαν στραμμένη την προσοχή τους στο παλανκίνο με τις κουρτίνες, που τώρα ήταν στο κέντρο της αυλής. Τα άλογα στέκονταν ακίνητα, σαν να κρατούσαν ιπποκόμοι τα γκέμια τους, μα υπήρχε μόνο μια γυναίκα δίπλα στο παλανκίνο, με πρόσωπο Άες Σεντάι, η οποία δεν έδινε σημασία στα άλογα. Το ραβδί που κρατούσε όρθιο μπροστά της και με τα δύο χέρια ήταν ψηλό όσο η ίδια, και η χρυσή φλόγα στην οποία κατέληγε υψωνόταν πάνω από τα μάτια της.