Читаем Το Μεγάλο Κυνήγι полностью

Ο Ραντ άνοιξε το στόμα, ύστερα το ξανάκλεισε. Τουλάχιστον οι μπότες του, που τις είχε φτιάξει ο Άλγουιν αλ’Βαν, ο τσαγκάρης του Πεδίου του Έμοντ, ήταν ακόμα καλές, τις είχε σπάσει και του έρχονταν βολικές. Αν όμως, εγκαταλείποντάς τις, έπειθε την σαταγιάν να τον αφήσει ήσυχο για να μπορέσει να φύγει, τότε θα της τις έδινε και θα έλεγε ό,τι του ζητούσε. Δεν είχε χρόνο. «Ναι. Ναι, φυσικά. Στην τιμή μου.» Έσπρωξε το φύλλο της πόρτας, αναγκάζοντάς την να βγει έξω.

Όταν έμεινε μόνος, έπεσε στο κρεβάτι για να βγάλει τις μπότες του —μα ήταν ακόμα καλές, λιγάκι τριμμένες, το δέρμα σε μερικά σημεία είχε σκάσει, αλλά φοριόνταν και τις είχε σπάσει έτσι που ταίριαζαν στα πόδια του— και μετά γδύθηκε βιαστικά, σώριασε τα ρούχα πάνω στις μπότες και πλύθηκε βιαστικά στη λεκάνη. Το νερό ήταν κρύο· το νερό ήταν πάντα κρύο στα διαμερίσματα των ανδρών.

Η ντουλάπα είχε τρεις πλατιές πόρτες, σκαλισμένες με τον απλό Σιναρανό τρόπο, έτσι ώστε υπαινίσσονταν μια σειρά από καταρράκτες και βραχώδεις λιμνούλες χωρίς να τα δείχνουν ξεκάθαρα. Ανοιξε τη μεσαία πόρτα και κοίταξε για μια στιγμή τι είχε αντικαταστήσει τα λίγα ρούχα που είχε φέρει μαζί του. Δώδεκα παλιά με ψηλά κολάρα, από το πιο μαλακό μαλλί και πιο καλοραμμένα απ’ ό,τι είχε δει ποτέ να φορά έμπορος ή άρχοντας, τα πιο πολλά κεντημένα σαν γιορτινά. Δώδεκα! Τρία πουκάμισα για κάθε παλτό· τόσο λινά όσο και μεταξωτά, με φαρδιά μανίκια και στενά μανικέτια. Δύο μανδύες. Δύο, ενώ όλη του τη ζωή τα βόλευε μια χαρά με έναν. Ο ένας μανδύας ήταν απλός, από ανθεκτικό μαλλί σκουροπράσινου χρώματος, ο άλλος μπλε, με σκληρό γιακά με χρυσοκέντητους ερωδιούς... και ψηλά, αριστερά στο στήθος, εκεί που ένας άρχοντας θα είχε το οικόσημό του...

Το χέρι του πλησίασε από μόνο του το μανδύα. Σαν να μην ήξεραν τι θα ένιωθαν, τα δάχτυλά του χάιδεψαν το κεντημένο ερπετό που ήταν κουλουριασμένο, σχεδόν σχηματίζοντας κύκλο, ένα ερπετό όμως που είχε τέσσερα πόδια και χαίτη λιονταρίσια, χρυσό και πορφυρό, με πέντε χρυσαφένια γαμψώνυχα σε κάθε πόδι. Το χέρι του τινάχτηκε, σαν να είχε καεί. Βοήθησε με, Φως μου! Η Αμαλίζα να το έκανε αυτό, ή η Μουαραίν; Πόσοι το είδαν; Πόσοι ξέρουν τι είναι, τι σημαίνει; Κι ένας να το ξέρα πολύ είναι. Που να καώ, πάει να με σκοτώσει. Η άτιμη η Μουαραίν δεν μου μιλάει καν, μα τώρα μου έδωσε ωραία καινούργια ρούχα, για να πεθάνω φορώντας τα!

Ένα χτύπημα στην πόρτα τον έκανε σχεδόν να πηδήξει στον αέρα.

«Τελείωσες;» ακούστηκε η φωνή της Ελάνσου. «Ακόμα και τις κλωστές. Καλύτερα να...» Ένα τρίξιμο, σαν να έστριβε το πόμολο.

Ο Ραντ τινάχτηκε, όταν κατάλαβε ότι ήταν ακόμα γυμνός. «Τελείωσα», φώναξε. «Μα την ειρήνη! Μην μπεις μέσα!» μάζεψε βιαστικά ό,τι φορούσε, και τις μπότες και τα πάντα. «Τα φέρνω!» Κρύφτηκε πίσω από την πόρτα, την άνοιξε μόνο όσο χρειαζόταν για να βάλει το μπόγο στην αγκαλιά της σαταγιάν. «Αυτά είναι όλα.»

Εκείνη προσπάθησε να κοιτάξει από το άνοιγμα. «Είσαι σίγουρος; Η Μουαραίν Σεντάι είπε τα πάντα. Μήπως θα ήταν καλύτερα να ρίξω μια ματιά—»

«Όλα είναι», μούγκρισε εκείνος. «Στην τιμή μου!» Της έκλεισε κατάμουτρα την πόρτα, σπρώχνοντάς την με τον ώμο του, και άκουσε γέλιο από την άλλη μεριά.

Μουρμουρίζοντας μέσα από τα δόντια του, ντύθηκε βιαστικά. Δεν έβρισκε απίθανο ότι κάποια τους Θα έβρισκε πρόφαση για να μπει με το ζόρι ούτως ή άλλως. Το γκρι παντελόνι ήταν πιο σφιχτό απ’ όσο είχε συνηθίσει, αλλά και πάλι ήταν άνετο, και το πουκάμισο, με τα φουσκωτά μανίκια του, ήταν αρκετά λευκό για να ικανοποιήσει κάθε νοικοκυρά του Πεδίου του Έμοντ τη μέρα της μπουγάδας. Οι μπότες, που έφταναν ως το γόνατο του, ταίριαζαν, σαν να τις φορούσε ολόκληρο χρόνο. Ήλπισε αυτό να οφειλόταν στην δουλειά ενός καλού υποδηματοποιού και να μην αποτελούσε έργο των Άες Σεντάι.

Όλα αυτά τα ρούχα θα έκαναν ένα δέμα ψηλό σαν κι αυτόν. Αλλά είχε μάθει πάλι στις ανέσεις, τα καθαρά πουκάμισα, το ότι δεν φορούσε τα ίδια παντελόνια κάθε μέρα μέχρι που ο ιδρώτας και το χώμα να τα κάνουν πιο σκληρά κι από τις μπότες του κι αυτός να συνεχίζει πάλι να τα φορά. Πήρε τα σακίδια της σέλας από το σεντούκι και έχωσε μέσα ό,τι μπορούσε, έπειτα άπλωσε απρόθυμα το φανταχτερό μανδύα στο κρεβάτι και έβαλε πάνω του μερικά ακόμα πουκάμισα και παντελόνια. Όταν τον δίπλωσε με το επικίνδυνο σήμα από μέσα και το έδεσε με σχοινί για να το κρεμάσει από τον ώμο του, δεν έμοιαζε διαφορετικό από τα μπαγκάζια που είχε δει να κουβαλάνε άλλοι νεαροί στο δρόμο.

Σαλπίσματα ήχησαν από τις βελοθυρίδες, σάλπιγγες απ’ έξω, οι οποίες έπαιζαν μια φανφάρα πέρα από τα τείχη, και σάλπιγγες που αποκρίνονταν από τους πύργους του οχυρού.

«Θα το ξηλώσω, όταν βρω ευκαιρία», μουρμούρισε. Είχε δει γυναίκες να ξηλώνουν κέντημα όταν έκαναν λάθος, ή όταν είχαν αλλάξει γνώμη για το σχέδιο, και δεν φαινόταν πολύ δύσκολο.

Перейти на страницу:

Похожие книги