Απέκρουσε την προσοχή τους με λίγες λέξεις. Έπρεπε να πλυθεί. Να βρει καθαρό πουκάμισο. Δεν είχε ώρα για συζήτηση. Εκείνοι νόμισαν ότι είχαν καταλάβει και τον άφησαν να φύγει. Κανείς τους δεν ήξερε το παραμικρό, μόνο ότι ο Ραντ και οι φίλοι του ταξίδευαν συντροφιά με μια Άες Σεντάι, ότι δυο από τους φίλους του ήταν γυναίκες, οι οποίες πήγαιναν στην Ταρ Βάλον για να εκπαιδευθούν ως Άες Σεντάι, αλλά τα λόγια τους τον έσφαζαν σαν να ήξεραν τα πάντα.
Πέρασε τρεχάλα τα διαμερίσματα των ανδρών, όρμηξε στο δωμάτιο που μοιραζόταν με τον Ματ και τον Πέριν... και πάγωσε, μένοντας έκπληκτος με το στόμα να χάσκει. Το δωμάτιο ήταν γεμάτο γυναίκες, που φορούσαν τα μαύρα και τα χρυσά και δούλευαν μεθοδικά. Δεν ήταν μεγάλο, και τα παράθυρά του, δύο ψηλές και στενές βελοθυρίδες, οι οποίες έβλεπαν σε μια από τις εσωτερικές αυλές, δεν βοηθούσαν για να φανεί μεγαλύτερο. Στο δωμάτιο στριμώχνονταν τρία κρεβάτια σε εξέδρες με μαύρα και χρυσά πλακάκια, και το καθένα είχε ένα σεντούκι στην άκρη του, τρεις απλές καρέκλες, μια λεκάνη πλάι στην πόρτα και μια ψηλή, πλατιά ντουλάπα ρούχων. Οι οκτώ γυναίκες εκεί μέσα έμοιαζαν με ψάρια σε πανέρι.
Οι γυναίκες μόλις που του έριξαν μια ματιά και συνέχισαν να βγάζουν τα ρούχα του —και του Ματ και του Πέριν— από την ντουλάπα και να τα αντικαθιστούν με καινούργια. Ό,τι έβρισκαν στις τσέπες το έβαζαν πάνω στα σεντούκια και τα παλιά ρούχα τα πετούσαν σε μια στοίβα, σαν να ήταν κουρέλια.
«Μα τι κάνετε;» ζήτησε να μάθει, όταν ανάσανε ξανά. «Αυτά είναι τα ρούχα μου!» Μια από τις γυναίκες μύρισε και έχωσε το δάχτυλο της σε μια τρύπα του μανικιού του μοναδικού παλτού του, έπειτα το πρόσθεσε στη στοίβα στο πάτωμα.
Μια άλλη, μια μελαχρινή γυναίκα με ένα μεγάλο κρίκο με κλειδιά στη μέση της, στήλωσε το βλέμμα της πάνω του. Ήταν η Ελάνσου,
η
Ο Ραντ κατάπιε τα λόγια που ετοιμαζόταν να πει· δεν υπήρχε χρόνος για συζητήσεις. Η Έδρα της Άμερλιν από λεπτό σε λεπτό θα έστελνε να τον φωνάξουν. «Τιμή στην Αρχόντισσα Αμαλίζα για το δώρο της», κατάφερε να πει με το τυπικό των Σιναρανών, «και τιμή σε σένα, Ελάνσου Σαταγιάν. Σε παρακαλώ να μεταφέρεις τα λόγια μου στην Αρχόντισσα Αμαλίζα, και να της πεις ότι είπα, η καρδιά και η ψυχή υπηρετούν.» Αυτό μάλλον θα ικανοποιούσε την αγάπη των Σιναρανών για τυπικότητες που είχαν οι δύο γυναίκες. «Προς το παρόν, όμως, συγχώρεσέ με, πρέπει να αλλάξω.»
«Πολύ ωραία», είπε μ’ ευχάριστο ύφος η Ελάνσου. «Η Μουαραίν Σεντάι είπε να πάρουμε όλα τα παλιά ρούχα. Ακόμα και τις κλωστές. Ακόμα και τα ασπρόρουχα.» Μερικές γυναίκες τον λοξοκοίταξαν. Καμία δεν έκανε να πλησιάσει την πόρτα.
Ο Ραντ δάγκωσε το μάγουλο του για να μην γελάσει υστερικά. Οι τρόποι του Σίναρ ήταν σε πολλά σημεία διαφορετικοί απ’ ό,τι είχε συνηθίσει και υπήρχαν μερικοί τους οποίους δεν θα συνήθιζε ποτέ, ακόμα κι αν ζούσε παντοτινά. Είχε συνηθίσει να κάνει μπάνιο τις μικρές ώρες του πρωινού, όταν οι μεγάλες πλακοστρωμένες πισίνες δεν είχαν κόσμο, από τη στιγμή που είχε ανακαλύψει ότι τις άλλες ώρες όλο και κάποια γυναίκα θα έμπαινε στο νερό μαζί του. Μπορεί να ήταν κάποια λαντζιέρα, μπορεί και η Αρχόντισσα Αμαλίζα, η ίδια η αδερφή του Άρχοντα Άγκελμαρ —τα μπάνια ήταν το μόνο μέρος του Σίναρ στο οποίο δεν υπήρχαν βαθμοί κι αξιώματα— που θα του ζητούσε να της τρίψει την πλάτη για να του ανταποδώσει με τον ίδιο τρόπο τη χάρη, ρωτώντας τον γιατί το πρόσωπό του ήταν τόσο κόκκινο, μήπως είχε περάσει πολλές ώρες στον ήλιο; Δεν είχαν αργήσει να καταλάβουν ότι κοκκίνιζε, και όλες οι γυναίκες του οχυρού έμοιαζαν γοητευμένες απ’ αυτή την αντίδρασή του.
Μια γυναίκα χαχάνισε απαλά, τα χείλη της Ελάνσου έπαιξαν, αλλά η