Читаем Το Μεγάλο Κυνήγι полностью

«Μου λέει... μου λέει φρικιά πράγματα για τον εαυτό μου» —οι αρθρώσεις του άσπρισαν γύρω από το σπαθί. Ότι θα τρελαθώ και θα πεθάνω!— «και μετά, απότομα, δεν θέλει να μου πει ούτε κουβέντα. Κάνει σαν να μην είμαι διαφορετικός απ’ ό,τι ήμουν τη μέρα που με βρήκε, κι αυτό, επίσης, μου λέει ότι κάτι δεν πάει καλά.»

«Θέλεις να σου φερθεί ανάλογα μ’ αυτό που είσαι;»

«Όχι! Δεν εννοώ τέτοιο πράγμα. Που να καώ, δεν ξέρω τι εννοώ μερικές φορές. Δεν το θέλω αυτό και το άλλο το φοβάμαι. Τώρα κάπου έχει πάει, εξαφανίστηκε...»

«Σου είπα ότι μερικές φορές χρειάζεται να μένει μόνη. Ούτε εσύ, ούτε και κανένας άλλος, δεν μπορεί να αμφισβητεί τις πράξεις της.»

«...χωρίς να πει σε κανέναν πού πάει, πότε θα γυρίσει, ή αν θα γυρίσει καν. Πρέπει να μου πει κάτι για να με βοηθήσει, Λαν. Κάτι. Πρέπει. Αν ξαναγυρίσει ποτέ.»

«Ξαναγύρισε, βοσκέ. Χθες το βράδυ. Αλλά νομίζω πως σου είπε ό,τι μπορούσε. Να είσαι ικανοποιημένος. Έμαθες απ’ αυτήν ό,τι μπορούσες.» Ο Λαν κούνησε το κεφάλι και η φωνή του σκλήρυνε. «Δεν μαθαίνεις τίποτα έτσι που στέκεσαι εκεί. Ώρα να δουλέψεις λίγο την ισορροπία σου. Κάνε το Χώρισμα του Μεταξιού, αρχίζοντας από τον Ερωδιό που Βαδίζει στις Καλαμιές. Να θυμάσαι ότι η μορφή του Ερωδιού είναι μόνο για να εξασκείς την ισορροπία σου. Οπουδήποτε αλλού εκτός από τις ασκήσεις, σε αφήνει εντελώς ακάλυπτο· μπορείς να καταφέρεις ένα καλό χτύπημα ξεκινώντας απ’ αυτήν, αν αφήσεις τον άλλο να κινηθεί πρώτος, αλλά δεν θα μπορέσεις να αποφύγεις τη λεπίδα του.»

«Πρέπει να μου πει κάτι, Λαν. Αυτός ο άνεμος. Δεν ήταν φυσικός, και δεν με νοιάζει πόσο κοντά στη Μάστιγα είμαστε».

«Τον Ερωδιό που Βαδίζει στις Καλαμιές, βοσκέ. Και πρόσεχε τους καρπούς σου».

Από το νότο ακούστηκαν αχνά σαλπίσματα, μια φανφάρα, που δυνάμωσε αργά, με συνοδεία το σταθερό ταμ-ταμ-ΤΑΜ-ταμ των τυμπάνων. Ο Ραντ και ο Λαν κοιτάχτηκαν για μια στιγμή, και μετά τα τύμπανα τους τράβηξαν στο τοιχίο του πύργου, για να κοιτάξουν προς το νότο.

Η πόλη είχε χτιστεί πάνω σε ψηλούς λόφους και είχαν καθαρίσει τη γη γύρω από τα τείχη της, έτσι ώστε να μη φυτρώνει τίποτα ψηλότερα από ύψος αστραγάλου σε απόσταση ενός χιλιομέτρου προς όλες τις κατευθύνσεις· στον πιο ψηλό λόφο έστεκε το οχυρό. Από την κορυφή του πύργου, ο Ραντ είχε ανεμπόδιστη θέα πάνω από τις καμινάδες και τις στέγες, ως το δάσος. Πρώτοι από τα δέντρα εμφανίστηκαν οι τυμπανιστές, δώδεκα τον αριθμό, που ύψωναν τα τύμπανα, καθώς βημάτιζαν με το δικό τους ρυθμό, στριφογυρνώντας τις οφύρες τους. Μετά έρχονταν οι σαλπιγκτές, με τις μακριές, αστραφτερές σάλπιγγές τους υψωμένες, παίζοντας συνεχώς θριαμβευτικά. Ο Ραντ από τόσο μακριά δεν μπορούσε να διακρίνει το πελώριο, τετράγωνο λάβαρο πίσω τους, το οποίο το χτυπούσε ο άνεμος. Ο Λαν όμως γρύλισε· ο Πρόμαχος είχε μάτια χιοναετού.

Ο Ραντ τον κοίταξε, μα ο Πρόμαχος δεν είπε τίποτα, προσηλωμένος ακόμα στη φάλαγγα που ερχόταν από το δάσος. Πάνοπλοι έφιπποι έβγαιναν από τα δέντρα και γυναίκες πάνω σ’ άλογα, επίσης. Έπειτα ήρθε ένα παλανκίνο, που το κουβαλούσαν ένα άλογο μπρος κι ένα πίσω, κι ακολούθησαν κι άλλοι καβαλάρηδες. Στίχοι πεζών, με τις σάρισες να υψώνονται από πάνω τους, σαν θάμνος γεμάτος αγκάθια, και τοξότες, που κρατούσαν το τόξο λοξά στο στήθος τους, βηματίζοντας στο ρυθμό των τυμπάνων. Οι σάλπιγγες ήχησαν πάλι. Σαν ερπετό που τραγουδούσε, η πομπή σύρθηκε προς το Φαλ Ντάρα.

Ο άνεμος μαστίγωνε το λάβαρο που ήταν ψηλότερο από άνθρωπο. Τόσο μεγάλο που ήταν, είχε έρθει αρκετά κοντά κι ο Ραντ το είδε καθαρά. Τα χρώματα που στροβιλίζονταν δεν του έλεγαν τίποτα, μα στην καρδιά είχε ένα σχήμα σαν κατάλευκο δάκρυ. Η ανάσα του πάγωσε στο λαρύγγι του. Η Φλόγα της Ταρ Βάλον.

«Είναι μαζί τους ο Ίνγκταρ.» Ο Λαν μίλησε σαν να ’χε αλλού το νου του. «Γύρισε επιτέλους από το κυνήγι. Αρκετά έλειψε. Να είχε καθόλου τύχη;»

«Άες Σεντάι», ψιθύρισε ο Ραντ, όταν επιτέλους μπόρεσε. Όλες αυτές οι γυναίκες εκεί πέρα... Ναι, η Μουαραίν ήταν Άες Σεντάι, μα είχε ταξιδέψει μαζί της και μπορεί να μην την εμπιστευόταν εντελώς, αλλά τουλάχιστον την ήξερε. Ή νόμιζε ότι την ήξερε. Μα η Μουαραίν ήταν μονάχα μία. Τόσες πολλές Άες Σεντάι μαζεμένες, που έρχονταν με τέτοιο τρόπο, ήταν κάτι τελείως διαφορετικό. Ξερόβηξε για να καθαρίσει το λαιμό του· όταν μίλησε, η φωνή του ακούστηκε βραχνή. «Γιατί τόσες πολλές, Λαν; Γιατί να έρθουν καν; Και με ταμπούρλα και σάλπιγγες και λάβαρο για να τις προαναγγείλει.»

Перейти на страницу:

Похожие книги