Читаем Το Μεγάλο Κυνήγι полностью

Ο Ραντ, μουτρωμένος, αγνόησε τα λόγια του Πρόμαχου. Δεν ήταν δουλειά άλλου, μόνο δική του. «Θέλω να μάθω πώς να το χρησιμοποιώ. Είναι ανάγκη.» Του είχε φέρει προβλήματα, το ότι έφερε ένα σπαθί με το σημάδι του ερωδιού. Δεν ήξεραν όλοι τι σήμαινε, ούτε και το πρόσεχαν, αλλά, έστω κι έτσι, μια λεπίδα με το σημάδι του ερωδιού, ειδικά στα χέρια ενός νεαρού, ο οποίος μόλις ήταν αρκετά μεγάλος για να τον πει κανείς άνδρα, τραβούσε την προσοχή λάθος ανθρώπων. «Κατάφερα να μπλοφάρω μερικές φορές, όταν δεν μπορούσα να τρέξω, κι επίσης στάθηκα τυχερός. Αλλά τι θα γίνει, όταν δεν θα μπορώ να φέξω, ούτε να μπλοφάρω, και στερέψει η τύχη μου;»

«Θα μπορούσες να το πουλήσεις», είπε προσεκτικά ο Λαν. «Αυτή η λεπίδα είναι σπάνια, ακόμα και μεταξύ των σπαθιών με το σημάδι του ερωδιού. Θα έβγαζες αρκετά λεφτά.»

«Όχι!» Δεν ήταν λίγες οι φορές που είχε σκεφτεί αυτή την ιδέα, αλλά την απέρριψε και τώρα για τον ίδιο λόγο που την απέρριπτε πάντα, και με περισσότερο θυμό, επειδή την είχε πει άλλος. Όσο την κρατώ, έχω το δικαίωμα να ονομάζω τον Ταμ πατέρα. Εκείνος μου την έδωσε, γι’ αυτό κι έχω το δικαίωμα. «Νόμιζα ότι όλες οι λεπίδες μ’ αυτό το σημάδι ήταν σπάνιες.»

Ο Λαν τον λοξοκοίταξε. «Ο Ταμ δεν σου το είπε, λοιπόν; Πρέπει να το ήξερε. Ίσως δεν το πίστευε. Είναι πολλοί που δεν το πιστεύουν.» Πήρε το δικό του σπαθί, που ήταν σχεδόν δίδυμο με το σπαθί του Ραντ, με εξαίρεση τους ερωδιούς που έλειπαν, και τράβηξε το θηκάρι. Η λεπίδα, κάπως κυρτή και με μονή κόψη, ασήμισε στο φως του ήλιου.

Ήταν το σπαθί των βασιλιάδων της Μαλκίρ. Ο Λαν δεν μιλούσε γι’ αυτό — δεν του άρεσε καν να μιλούν γι’ αυτό οι άλλοι — όμως ο αλ’Λαν Μαντράγκοραν ήταν ο Άρχοντας των Επτά Πύργων, Άρχοντας των Λιμνών και άστεφτος Βασιλιάς της Μαλκίρ. Τώρα οι Επτά Πύργοι είχαν πέσει και οι Χίλιες Λίμνες ήταν το λημέρι ακάθαρτων πλασμάτων. Τη Μαλκίρ την είχε καταπιεί η Μεγάλη Μάστιγα, και απ’ όλους τους Μαλκιρινούς άρχοντες μονάχα ένας ζούσε.

Κάποιοι έλεγαν πως ο Λαν είχε γίνει Πρόμαχος και είχε δεσμευτεί με μια Άες Σεντάι, έτσι ώστε να μπορέσει να αναζητήσει το θάνατο στη Μάστιγα και να ξαναβρεί τους υπόλοιπους του αίματος του. Ο Ραντ είχε πράγματι δει τον Λαν να μπαίνει στον κίνδυνο δίχως, απ’ ό,τι φαινόταν, να νοιάζεται για τη δική του ασφάλεια, αλλά πάνω από τη δική του ζωή και ασφάλεια έβαζε τη Μουαραίν, την Άες Σεντάι που είχε τη δέσμευση του. Κατά τη γνώμη του Ραντ, ο Λαν δεν θα επιζητούσε στ’ αλήθεια τον θάνατο όσο η Μουαραίν ήταν ζωντανή.

Ο Λαν μίλησε, γυρνώντας τη λεπίδα του στο φως. «Στον Πόλεμο της Σκιάς, ακόμα και η Μία Δύναμη χρησιμοποιήθηκε σαν όπλο, και κατασκευάστηκαν όπλα με τη Μία Δύναμη. Κάποια όπλα χρησιμοποιούσαν τη Μία Δύναμη, όπλα που μπορούσαν να καταστρέψουν ολόκληρη πόλη μ’ ένα χτύπημα, να ερημώσουν ολόκληρες περιοχές.» Πάλι καλά που όλα αυτά χάθηκαν με το Τσάκισμα· πάλι καλά που κανένας δεν θυμάται πώς φτιάχνονταν. Αλλά υπήρχαν και πιο απλά όπλα, για εκείνους που θα αντιμετώπιζαν με τη λεπίδα τους Μυρντράαλ και τα χειρότερα πλάσματα που έκαναν οι Άρχοντες του Δέους.

«Με τη Μία Δύναμη, οι Άες Σεντάι έβγαλαν σίδερο και άλλα μέταλλα από τη γη, τα έλιωσαν, τα έπλασαν και τα δούλεψαν. Πάντα με τη Μια Δύναμη. Σπαθιά, κι άλλα όπλα επίσης.» Πολλά απ’ αυτά που διασώθηκαν από το Τσάκισμα του Κόσμου τα κατέστρεψαν άνθρωποι που φοβούνταν και μισούσαν τα έργα των Άες Σεντάι, ενώ άλλα εξαφανίστηκαν με το πέρασμα των χρόνων. Λίγα απομένουν και λίγοι ξέρουν στ’ αλήθεια τι είναι. Υπάρχουν θρύλοι γι’ αυτά, παραφουσκωμένες ιστορίες για σπαθιά, τα οποία μοιάζουν να έχουν δική τους δύναμη. Έχεις ακούσει τις ιστορίες των βάρδων. Η πραγματικότητα είναι αρκετή. Λεπίδες που δεν σπάνε και δεν τσακίζονται, που δεν χάνουν ποτέ την κόψη τους. Έχω δει ανθρώπους να τις ακονίζουν —να κάνουν πως τις ακονίζουν, δηλαδή— αλλά μονάχα επειδή δεν μπορούσαν να πιστέψουν ότι το σπαθί δεν ήθελε ακόνισμα μετά τη χρήση. Το μόνο που έκαναν ήταν να φθείρουν τις ακονόπετρές τους.

«Αυτά τα όπλα τα έφτιαξαν οι Άες Σεντάι, και ποτέ δεν θα υπάρξουν άλλα.» Όταν φτιάχτηκαν, ο πόλεμος και η Εποχή τελείωσαν μαζί, με τον κόσμο συντριμμένο, με περισσότερους άθαφτους νεκρούς απ’ όσους ζωντανούς υπήρχαν, με τους ζωντανούς να το σκάνε, προσπαθώντας να βρουν μέρος ασφαλές, οποιοδήποτε μέρος, με τη μία στις δύο γυναίκες να κλαίει, επειδή δεν θα ξανάβλεπε άνδρα ή γιους· όταν τελείωσαν όλα, οι Άες Σεντάι που ζούσαν ακόμα ορκίστηκαν ότι ποτέ δεν θα ξανάφτιαχναν όπλο για να σκοτώσει κανείς κανέναν. Όλες οι Άες Σεντάι το ορκίστηκαν και από τότε όλες αυτές οι γυναίκες κράτησαν τον όρκο. Ακόμα και το Κόκκινο Άτζα, που δεν πολυνοιάζονται τι παθαίνουν οι άνδρες.

Перейти на страницу:

Похожие книги