Читаем Το Μεγάλο Κυνήγι полностью

Ο Άρχοντας Άγκελμαρ αντίκριζε το παλανκίνο από την άλλη άκρη της αυλής, ευθυτενής και γεροδεμένος και ανέκφραστος. Το θαλασσί χιτώνιο του με το ψηλό κολάρο είχε το σήμα του Οίκου Τζάγκαντ, τρεις κόκκινες αλεπούδες που τρέχουν, όπως επίσης και το σκυμμένο μαύρο γεράκι του Σίναρ. Πλάι του στεκόταν ο Ρόναν, μαραμένος από τα χρόνια, μα ακόμα ψηλός· τρεις αλεπούδες σκαλισμένες σε κόκκινη αβατίνη έστεφαν την κορυφή του ραβδιού που κρατούσε ο σαμπαγιάν. Ο Ρόναν ήταν ισότιμος της Ελάνσου στην ιεραρχία του οχυρού, σαμηαγιάν μαζί με σαταγιάν, όμως η Ελάνσου δεν άφηνε άλλες δουλειές γι’ αυτόν παρά μόνο τις τελετές και το ρόλο του γραμματέα του Άρχοντα Άγκελμαρ. Οι κότσοι και των δυο ανδρών ήταν άσπροι σαν το χιόνι.

Όλοι —οι Πρόμαχοι, οι Άες Σεντάι, ο Άρχοντας του Φαλ Ντάρα και ο σαμπαγιάν του— στέκονταν μαρμαρωμένοι. Το πλήθος που παρακολουθούσε έμοιαζε να κρατά την ανάσα του. Ο Ραντ, άθελά του, σταμάτησε.

Ξαφνικά ο Ρόναν χτύπησε δυνατά το ραβδί του τρεις στις μεγάλες πλάκες, φωνάζοντας μέσα στη σιωπή, «Ποιος έρχεται εδώ; Ποιος έρχεται εδώ; Ποιος έρχεται εδώ;»

Η γυναίκα πλάι στο παλανκίνο χτύπησε τρεις φορές το ραβδί της σε απάντηση. «Η Φύλακας των Σφραγίδων. Η Φλόγα της Ταρ Βάλον. Η Έδρα της Άμερλιν».

«Γιατί να φυλάμε;» ζήτησε να μάθει ο Ρόναν.

«Για την ελπίδα της ανθρωπότητας», αποκρίθηκε η ψηλή γυναίκα.

«Ενάντια σε ποιον φρουρούμε;»

«Τη σκιά του μεσημεριού».

«Πόσον καιρό θα φρουρούμε;»

«Από την αυγή ως την αυγή, όσο γυρνά ο Τροχός του Χρόνου».

Ο Άγκελμαρ υποκλίθηκε και ο λευκός κότσος του σάλεψε στο αεράκι. «Το Φαλ Ντάρα προσφέρει ψωμί κι αλάτι και καλωσόρισμα. Καλωσόριστη είναι η Φλόγα της Ταρ Βάλον στο Φαλ Ντάρα, επειδή εδώ είμαστε και φυλάμε, εδώ κρατάμε το Σύμφωνο. Καλωσόρισες».

Η ψηλή γυναίκα τράβηξε την κουρτίνα του παλανκίνου και η Έδρα της Άμερλιν βγήκε έξω. Μελαχρινή, αγέραστη σαν όλες τις Άες Σεντάι, το βλέμμα της πλανήθηκε στους μαζεμένους θεατές καθώς σηκωνόταν. Ο Ραντ έκανε ένα στιγμιαίο μορφασμό, όταν η ματιά της πέρασε από πάνω του· ένιωσε σαν να τον είχε αγγίξει. Αλλά τα μάτια της τον προσπέρασαν και κατέληξαν στον Άρχοντα Άγκελμαρ. Ένας υπηρέτης με λιβρέα γονάτισε δίπλα της, κρατώντας έναν ασημένιο δίσκο με διπλωμένες πετσέτες που άχνιζαν. Εκείνη σκούπισε μ’ επισημότητα τα χέρια της και έφερε το υγρό πανί στο πρόσωπό της. «Σ’ ευχαριστώ για το καλωσόρισμα, γιε μου. Είθε το Φως να φωτίζει τον Οίκο τον Οίκο Τζάγκαντ. Είδε το Φως να φωτίζει το Φαλ Ντάρα και τους ανθρώπους του».

Ο Άγκελμαρ υποκλίθηκε ξανά. «Μας τιμάς, Μητέρα». Δεν φαινόταν παράξενο, που αυτή τον αποκαλούσε γιο κι αυτός την έλεγε Μητέρα, παρ’ όλο που αν σύγκρινε κανείς χα λεία μάγουλά της με το σκαμμένο πρόσωπό του θα έλεγε ότι ήταν πατέρας της, ή ακόμα και παππούς της. Η ισχύς της παρουσίας της έφτανε και ξεπερνούσε τη δική του. «Ο Οίκος Τζάγκαντ είναι δικός σου. Το Φαλ Ντάρα είναι δικό σου».

Ζητωκραυγές υψώθηκαν απ’ όλες τις πλευρές κι αντήχησαν στα τείχη του οχυρού, σαν κύματα που σκάνε σε βράχια.

Ο Ραντ τρεμούλιασε και έσπευσε στην πάρια που θα τον έσωζε, χωρίς να τον νοιάζει τώρα ποιον έσπρωχνε. Η φαντασία σου είναι. Η Άμερλιν δεν ξέρει καν ποιος είσαι. Τουλάχιστον όχι ακόμα. Μα το αίμα και τις στάχτες, αν με... Δεν ήθελε να σκεφτεί τι θα είχε συμβεί, αν είχε καταλάβει ποιος ήταν, τι ήταν. Τι θα συνέβαινε, όταν τελικά το μάθαινε. Αναρωτήθηκε αν εκείνη είχε σχέση με τον αέρα στον πύργο· οι Άες Σεντάι ήξεραν από τέτοια κόλπα. Όταν πέρασε την πόρτα και την έκλεισε βροντερά πίσω του, πνίγοντας το βρυχηθμό του καλωσορίσματος, που ακόμα τράνταζε την αυλή, ανάσανε βαθιά με ανακούφιση.

Οι διάδρομοι εδώ ήταν άδειοι, όπως και οι άλλοι που είχε περάσει, και παραλίγο θα άρχιζε να τρέχει. Πέρασε από μια μικρότερη αυλή, που στο κέντρο της ένα σιντριβάνι ανάβλυζε, μπήκε σ’ άλλον ένα διάδρομο και βγήκε σε μια λιθόστρωτη αυλή στάβλου. Ο Στάβλος του Άρχοντα, κατασκευασμένος μέσα στο τείχος του οχυρού, στεκόταν ψηλός και μακρύς, με μεγάλα παράθυρα ανοιγμένα στα τείχη και άλογα σε δύο πατώματα. Το πεταλωτήριο στην άλλη πλευρά της αυλής ήταν βουβό, αφού ο πεταλουργός και οι βοηθοί του είχαν πάει να δουν το Καλωσόρισμα.

Ο Τέμα, ο αρχισταβλίτης με το τραχύ, μελαψό πρόσωπο, τον αντάμωσε στις πλατιές πόρτες με μια βαθιά υπόκλιση, αγγίζοντας πρώτα το μέτωπο και μετά την καρδιά του. «Με το πνεύμα και την καρδιά υπηρετεί, Άρχοντά μου. Πώς μπορεί να σε υπηρετήσει ο Τέμα, Άρχοντά μου;» Δεν υπήρχε εδώ ο κότσος των πολεμιστών· τα μαλλιά του Τέμα στέκονταν στο κεφάλι του σαν αναποδογυρισμένη γκρίζα κούπα.

Ο Ραντ αναστέναξε. «Για εκατοστή φορά, Τέμα, δεν είμαι άρχοντας».

«Όπως επιθυμεί ο Άρχοντάς μου». Η υπόκλιση του σταβλίτη τώρα ήταν ακόμα πιο βαθιά.

Перейти на страницу:

Похожие книги