Γι’ αυτό το πρόβλημα έφταιγε το όνομά του, και μια ομοιότητα. Ραντ αλ’Θορ. Αλ’Λαν Μαντράγκοραν. Για τον Λαν, σύμφωνα με τα έθιμα της Μαλκίρ, το βασιλικό «αλ» ανήγγειλε πως ήταν Βασιλιάς, αν και ο ίδιος προσωπικά ποτέ δεν το χρησιμοποιούσε. Για τον Ραντ, το «αλ» ήταν απλώς ένα κομμάτι του ονόματος του, αν κι είχε ακούσει ότι κάποτε, πριν πολύ καιρό, πριν οι Δύο Ποταμοί ονομαστούν Δύο Ποταμοί, η λέξη σήμαινε «γιος του». Μερικοί υπηρέτες του οχυρού του Φαλ Ντάρα, όμως, το είχαν πάρει σαν να σήμαινε πως ήταν κι αυτός βασιλιάς, ή έστω πρίγκιπας. Φέρνοντας συνεχώς αντιρρήσεις, κατάφερε να γίνει απλός άρχοντας. Ή τουλάχιστον έτσι ήλπιζε· τόσες υποκλίσεις και φιλοφρονήσεις δεν έβλεπε ούτε μπροστά στον Άρχοντα Άγκελμαρ.
«Θέλω να σελώσεις τον Κοκκινοτρίχη, Τέμα». Ήξερε ότι κακώς θα ζητούσε να το κάνει μόνος του· ο Τέμα δεν θα άφηνε τον Ραντ να λερώσει τα χέρια του. «Σκέφτηκα να περάσω μερικές μέρες τριγυρνώντας στην εξοχή γύρω από την πόλη». Με μερικές μέρες ταξίδι στην πλάτη του ρούσου επιβήτορα θα έφτανε στον Ποταμό Ερίνιν, ή θα περνούσε τα σύνορα με το Αράφελ. Εκεί θα με χάσουν δια παντός.
Ο σταβλίτης διπλώθηκε στα δύο, κι έμεινε έτσι λυγισμένος. «Συγχώρα με, Άρχοντά μου», ψιθύρισε βραχνά. «Συγχώρα με, αλλά ο Τέμα δεν μπορεί να υπακούσει».
Ο Ραντ κοκκίνισε από αμηχανία, κοίταξε με αγωνία γύρω —δεν φαινόταν κανένας— και άρπαζε τον άλλο από τον ώμο και τον τράβηξε να σηκωθεί. Μπορεί να μην κατάφερνε να εμποδίσει αυτό το φέρσιμο του Τέμα και μερικών άλλων, αλλά προσπαθούσε να μην το δει κανείς άλλος. «Γιατί όχι, Τέμα; Τέμα, κοίτα με, σε παρακαλώ. Γιατί όχι;»
«Είναι διαταγή, Άρχοντά μου», είπε ο Τέμα, πάλι ψιθυριστά. Το βλέμμα του χαμήλωνε συνεχώς, όχι από φόβο, αλλά από ντροπή που δεν μπορούσε να κάνει αυτό που ζητούσε ο Ραντ. Οι Σιναρανοί αντιμετώπιζαν την ντροπή όπως άλλοι άνθρωποι την κατηγορία της κλεψιάς. «Κανόνα άλογο δεν θα φύγει από αυτό το στάβλο, αν δεν έρθουν άλλες διαταγές. Από κανένα στάβλο του οχυρού, Άρχοντά μου».
Ο Ραντ είχε ανοίξει το στόμα για να του πει ότι δεν πείραζε, αλλά τώρα έγλειψε τα χείλη. «Κανένα άλογο από κανένα στάβλο;»
«Ναι, Άρχοντά μου. Η διαταγή ήρθε εδώ και λίγη ώρα. Μερικές στιγμές πριν». Η φωνή του Τέμα δυνάμωσε. «Κι όλες οι πύλες έκλεισαν, Άρχοντά μου. Κανένας δεν μπορεί να μπει και να βγει δίχως άδεια. Ούτε καν η περίπολος της πόλης, έτσι είπαν στον Τέμα».
Ο Ραντ ξεροκατάπιε, αλλά δεν άλλαξε η αίσθηση που είχε ότι κάποια δάχτυλα έσφιγγαν το λαιμό του. «Η διαταγή, Τέμα. Ήρθε από τον Άρχοντα Άγκελμαρ;»
«Φυσικά, Άρχοντά μου. Από ποιον άλλον; Βέβαια δεν έφερε ο Άρχοντας Άγκελμαρ τη διαταγή στον Τέμα, ούτε στον άνθρωπο που την έφερε στον Τέμα, αλλά, Άρχοντά μου, ποιος άλλος στο Φαλ Ντάρα θα μπορούσε να δώσει τέτοια διαταγή;»
«Μ’ όλο το θάρρος του Τέμα», φώναξε ο σταβλίτης μέσα στις κωδωνοκρουσίες, «ο Άρχοντάς μου πρέπει να είναι πολύ χαρούμενος».
Ο Ραντ φώναξε για να ακουστεί. «Χαρούμενος; Γιατί;»
«Το Καλωσόρισμα τελείωσε, Άρχοντά μου». Ο Τέμα έδειξε το κωδωνοστάσιο. «Τώρα η Έδρα της Άμερλιν θα ζητήσει να δει τον Άρχοντά μου, και τους φίλους του Άρχοντά μου».
Ο Ραντ το έβαλε στα πόδια. Μόλις που πρόλαβε να δει την έκπληξη στο πρόσωπο του Τέμα, και μετά χάθηκε. Δεν τον ένοιαζε τι σκεφτόταν ο Τέμα.
3
Φίλοι κι Εχθροί
Ο Ραντ δεν έτρεξε πολύ, μόνο μέχρι την άλλη γωνία πέρα από το στάβλο, όπου ήταν η μικρή πύλη. Σταμάτησε να τρέχει πριν φτάσει και συνέχισε περπατώντας, προσπαθώντας να φαίνεται άνετος και ανέμελος.
Η αψιδωτή πύλη ήταν κλειστή και σφαλισμένη. Μόλις που ήταν αρκετά φαρδιά για να χωρούν δύο καβαλάρηδες, όμως, όπως όλες οι άλλες πύλες των εξωτερικών τειχών, ήταν καλυμμένη με πλατιές λωρίδες από μαύρο σίδερο και έκλεινε γερά με ένα χοντρό σύρτη. Δύο σκοποί στέκονταν μπροστά στην πύλη, φορώντας απλά κωνικά κράνη και πλεχτή αρματωσιά με πλάκες, με μακριά σπαθιά στην πλάτη. Οι χρυσαφένιες χλαίνες τους είχαν στο στήθος το σήμα του Μαύρου Γερακιού. Ήξερε λιγάκι τον έναν από τους δύο, τον Ράγκαν. Η ουλή από ένα βέλος των Τρόλοκ σχημάτιζε ένα άσπρο τρίγωνο, το οποίο δημιουργούσε αντίθεση με το μαυριδερό πρόσωπο του Ράγκαν, πίσω από την προσωπίδα του κράνους του. Όταν είδε τον Ραντ, το σουφρωμένο δέρμα γέμισε ρυτίδες από το χαμόγελο που φάνηκε.
«Η ειρήνη να σου χαμογελά, Ραντ αλ’Θορ». Ο Ράγκαν σχεδόν φώναζε για να ακουστεί μέσα στις κωδωνοκρουσίες. «Πας να χτυπήσεις τους λαγούς κατακούτελα, ή μήπως επιμένεις ακόμα
«Η ειρήνη να σου χαμογελά, Ράγκαν», είπε ο Ραντ, σταματώντας μπροστά τους. Του ήταν κόπος να κρατήσει τη φωνή του ήρεμη. «Ξέρεις ότι είναι τόξο. Με έχεις δει να ρίχνω βέλος μ’ αυτό».