Читаем Το Μεγάλο Κυνήγι полностью

Οι άνθρωποι γυρνούσαν στις δουλειές τους. Οχλοβοή και κλαγγές κατσαρολικών γέμιζαν την κουζίνα που ήταν πιο κοντά στη Μεγάλη Αίθουσα, εκεί που η Έδρα της Άμερλιν και η συνοδεία της θα είχαν το βράδυ γιορτινό δείπνο. Οι μαγείρισσες και οι λαντζιέρες και οι βοηθοί σερβιτόροι πηγαινοέρχονταν σχεδόν τροχάδην τα σκυλιά έτρεχαν σταθερά μέσα σε καλαμένιους τροχούς για να γυρνούν τα κρέατα στις σούβλες. Ο Ραντ πέρασε βιαστικά μέσα από τους αχνούς και την κάψα, τις μυρωδιές των μπαχαρικών και των φαγητών. Κανείς δεν του έριξε δεύτερη ματιά· όλοι ήταν απορροφημένοι στις δουλειές τους.

Οι πίσω θάλαμοι, όπου οι υπηρέτες ζούσαν σε μικρά καταλύματα, έμοιαζαν με ξεσηκωμένο μελίσσι, καθώς άνδρες και γυναίκες έσπευδαν να φορέσουν επίσημα ρούχα. Τα παιδιά έπαιζαν σε γωνίες, για να μην εμποδίζουν. Τα αγόρια ανέμιζαν ξύλινα σπαθιά, και τα κορίτσια έπαιζαν με σκαλισμένες κούκλες, και κάποια ανακοίνωναν ότι η δική τους κούκλα ήταν η Έδρα της Άμερλιν. Οι περισσότερες πόρτες έστεκαν ορθάνοιχτες, με κουρτίνες από χάντρες μόνο να κλείνουν την είσοδο. Συνήθως αυτό σήμαινε ότι όποιος έμενε εκεί δεν είχε αντίρρηση να δεχθεί επισκέπτη, αλλά σήμερα απλώς έδειχνε βιασύνη. Ακόμα κι αυτοί που υποκλίνονταν στον Ραντ, το έκαναν σχεδόν δίχως να σταματήσουν.

Αραγε, πηγαίνοντας να κάνει τη δουλειά του κάποιος απ’ αυτούς, θα άκουγε ότι αναζητούσαν τον Ραντ και θα έλεγε ότι τον είχε δει; Θα μιλούσε σε μια Άες Σεντάι για να της πει πού να τον βρει; Τα μάτια, που τον προσπερνούσαν ξαφνικά, του φάνηκαν να τον περιεργάζονται ύπουλα, να τον κρίνουν και να τον μετρούν πίσω από την πλάτη του. Στο μυαλό του, ακόμα και τα παιδιά φάνηκαν να έχουν πονηρό ύφος. Ήξερε ότι ήταν μονάχα η φαντασία του —ήταν σίγουρος ότι αυτό έφταιγε· σίγουρα αυτό ήταν— αλλά, όταν άφησε πίσω του τα διαμερίσματα των υπηρετών, ένιωσε σαν να είχε ξεφύγει από παγίδα που ετοιμαζόταν να κλείσει.

Κάποια μέρη του οχυρού ήταν άδεια, αφού οι άνθρωποι που δούλευαν εκεί είχαν πάρει άδεια λόγω της ξαφνικής γιορτής. Στο σιδηρουργείο του οπλοποιού οι φωτιές ήταν σβησμένες, τα αμόνια σιωπηλά. Σιωπηλά. Κρύα. Νεκρά. Αλλά, κατά κάποιον τρόπο, δεν ήταν άδειο. Ένιωσε κάτι να γαργαλά το πετσί του και στριφογύρισε επιτόπου. Κανένας δεν ήταν εκεί. Μονάχα τα μεγάλα τετράγωνα σεντούκια με τα εργαλεία και τα βαρέλια με το λάδι, όπου κρύωναν το καυτό μέταλλο. Οι τρίχες του σβέρκου του ορθώθηκαν και στριφογύρισε ξανά απότομα. Τα σφυριά και οι λαβίδες κρέμονταν στη θέση τους στον τοίχο. Κοίταξε θυμωμένα ολόγυρα στο μεγάλο θάλαμο. Κανένας δεν είναι εδώ. Είναι μονάχα η φαντασία μου. Εκείνος ο άνεμος, και η Άμερλιν αυτά αρκούν για ξυπνήσει η φαντασία μου.

Έξω, στην αυλή του οπλουργού, ο άνεμος στροβιλίστηκε λίγο γύρω του. Νομίζοντας πως ήθελε να τον αρπάξει, ο Ραντ άθελά του αναπήδησε. Του φάνηκε για μια στιγμή ότι μύριζε πάλι αχνή οσμή σαπίλας και ότι είχε ακούσει κάποιον να γελά πονηρά πίσω του. Μόνο για μια στιγμή. Φοβισμένος, έκανε κύκλο, κοιτάζοντας επιφυλακτικά. Η αυλή ήταν στρωμένη με τραχιές πέτρες και μόνο αυτός ήταν εκεί. Λεν είναι παρά μόνο η φαντασία σου! Αλλά το έβαλε στα πόδια, και του φάνηκε ότι πίσω του ξανάκουσε το γέλιο, χωρίς τον άνεμο αυτή τη φορά.

Σε μια αυλή, γεμάτη ξύλα λογής-λογής, η παρουσία επέστρεψε, η εντύπωση ότι κάποιος ήταν εκεί. Τώρα ο Ραντ ένιωθε πιο κοντά του την αίσθηση ματιών, που τον έβλεπαν πίσω από τους ψηλούς σωρούς των καυσόξυλων, κάτω από τα μακριά υπόστεγα, που κρυφοκοίταζαν πάνω από τις στοίβες των σανίδων και των δοκαριών, τα οποία περίμεναν στην άλλη πλευρά για να μεταφερθούν στο μαγαζί του μαραγκού, που τώρα ήταν κλειστό και κλειδωμένο. Ο Ραντ αρνήθηκε να κοιτάξει γύρω του, αρνήθηκε να αναρωτηθεί πώς μπορούσαν δυο μάτια να πάνε τόσο γρήγορα από το ένα μέρος στο άλλο, πώς μπορούσαν να διασχίσουν την αδειανή αυλή από το υπόστεγο με τα καυσόξυλα ως την αποθηκευμένη ξυλεία χωρίς ο ίδιος να δει το παραμικρό παιχνίδισμα της κίνησής τους. Ήταν σίγουρος ότι τα μάτια ήταν μόνο δύο. Φαντασία. Ή μπορεί να άρχισε κιόλας να μου στρίβει. Ανατρίχιασε, Όχι ακόμα. Φως μου, σε παρακαλώ, όχι ακόμα. Προχώρησε επιφυλακτικά στην αυλή, με το σώμα μουδιασμένο, και ο αθέατος παρατηρητής τον ακολούθησε.

Ο Ραντ κατέβηκε σε βαθιούς διαδρόμους, που τους φώτιζαν μόνο μισοσβησμένοι δαυλοί, πέρασε από αποθήκες, γεμάτες σακιά ξεραμένα μπιζέλια ή φασόλια, με σειρές από ράφια ξέχειλα από μαραμένα γογγύλια και παντζάρια, με βαρέλια και βαρελάκια, τα οποία είχαν μέσα κρασί ή αλατισμένο βοδινό ή ζύθο· τα μάτια ήταν πάντα εκεί, άλλοτε τον ακολουθούσαν κι άλλοτε περίμεναν μέσα όταν έμπαινε. Δεν άκουσε βήματα άλλα εκτός από τα δικά του, δεν άκουσε πόρτες να τρίζουν, παρά μόνο εκείνες που άνοιγε κι έκλεινε ο ίδιος, μα τα μάτια ήταν εκεί. Φως μου, πράγματι τρελαίνομαι.

Перейти на страницу:

Похожие книги