Читаем Το Μεγάλο Κυνήγι полностью

Ίσως έβρισκε λίγο σχοινί... Πήρε τις σκάλες για να βγει στο εξωτερικό τείχος, στο πλατύ διάζωμα με τις επάλξεις. Δεν ήταν άνετη θέση, αφού βρισκόταν τόσο ψηλά και θα ήταν εκτεθειμένος, αν ξαναρχόταν εκείνος ο άνεμος, αλλά από κει μπορούσε να δει πέρα από τις ψηλές καμινάδες και ας δίριχτες στέγες των σπιτιών, μέχρι τα τείχη της πόλης. Ακόμα και μετά από ένα μήνα εδώ, τα σπίτια φαίνονταν παράξενα στα μάτια του, τα οποία είχαν συνηθίσει αλλιώς στους Δύο Ποταμούς» με τα γεισώματα που έφταναν σχεδόν ως το χώμα, σαν να ήταν όλο το σπίτι μονάχα η στέγη, με τις καμινάδες τους, οι οποίες ήταν γερτές για να πέφτει το χιόνι που μαζευόταν βαρύ. Μια πλατειά, πλακόστρωτη πλατεία περιέβαλλε το οχυρό, αλλά σε απόσταση μόλις εκατό απλωσιών από το τείχος υπήρχαν δρόμοι γεμάτοι ανθρώπους, οι οποίοι πήγαιναν στις δουλειές τους· μαγαζάτορες με ποδιές κάτω από τις τέντες των καταστημάτων τους, αγρότες με κακοραμμένα ρούχα, που είχαν έρθει στην πόλη για να αγοράσουν και να πουλήσουν, πραματευτές και τεχνίτες και κάτοικοι της πόλης, μαζεμένοι σαν κόμποι στο πλήθος, δίχως αμφιβολία για να μιλήσουν για την επίσκεψη-έκπληξη της Έδρας της Άμερλιν. Ο Ραντ είδε κάρα και ανθρώπους να περνούν από μια πύλη του τείχους της πόλης. Προφανώς οι φρουροί εκεί δεν είχαν διαταγή να σταματήσουν κανέναν.

Σήκωσε τα μάτια στην κοντινότερη σκοπιά· ένας από τους στρατιώτες ύψωσε το γαντοφορεμένο χέρι του. Ο Ραντ, γελώντας πικρά, του ανταπέδωσε το χαιρετισμό. Ούτε σπιθαμή του τείχους δεν ξέφευγε από το βλέμμα των φρουρών. Έγειρε στην έπαλξη και κοίταξε πέρα από τις σχισμές, που υπήρχαν στην πέτρα για να στήνονται εξέδρες, προς την ατέλειωτη πέτρινη επιφάνεια και την τάφρο παρακάτω. Είχε πλάτος είκοσι απλωσιές και βάθος δέκα, ήταν καλυμμένη με πέτρες, που ήταν λειασμένες για να γίνουν λείες και γλιστερές. Την περικύκλωνε ένα χαμηλό τοιχάκι, για να μην πέσει κανείς μέσα κατά λάθος, το οποίο ήταν κεκλιμένο για να μην προσφέρει κρυψώνα. Στον πυθμένα της τάφρου υπήρχε ένα δάσος από πασσάλους, μυτερούς σαν καρφιά. Δεν θα μπορούσε να τη διασχίσει, ακόμα κι αν έβρισκε σκοινί και δεν τον παρακολουθούσαν οι φρουροί. Αυτό που θα κρατούσε τους Τρόλοκ έξω στην έσχατη ανάγκη, τώρα κρατούσε τον ίδιο μέσα.

Ξαφνικά ένιωσε κατάκοπος, ξεθεωμένος. Η Έδρα της Άμερλιν ήταν εδώ και δεν υπήρχε διέξοδος. Δεν υπήρχε διέξοδος και η Έδρα της Άμερλιν ήταν εδώ. Αν ήξερε ότι ο Ραντ ήταν εδώ, αν είχε στείλει τον άνεμο που τον είχε αρπάξει, τότε τον είχε ήδη βάλει στο κυνήγι, τον κυνηγούσε με τις δυνάμεις των Άες Σεντάι. Πιο τυχερός θα ήταν ένας λαγός μπροστά στο τόξο του. Ο Ραντ όμως δεν το έβαλε κάτω. Υπήρχε κόσμος που έλεγε ότι οι άνθρωποι στους Δύο Ποταμούς έδιναν μαθήματα υπομονής στις πέτρες και πείσματος στα μουλάρια. Όταν δεν τους είχε απομείνει τίποτα άλλο, οι Διποταμίτες είχαν ακόμα το πείσμα τους.

Άφησε το τείχος και περιπλανήθηκε στο οχυρό. Δεν πρόσεχε πού πήγαινε, αρκεί να μην ήταν μέρος που Θα τον περίμεναν. Μακριά από το δωμάτιό του, από τους στάβλους, από τις πύλες —ο Μασέμα ίσως αψηφούσε τις διαμαρτυρίες του Ούνο και ανέφερε ότι ο Ραντ είχε προσπαθήσει να φύγει— κι από τους κήπους. Το μόνο που είχε στο μυαλό του ήταν να αποφύγει κάθε Άες Σεντάι. Ακόμα και τη Μουαραίν. Εκείνη όμως ήξερε γι’ αυτόν. Αλλά δεν είχε κάνει καμία κίνηση εναντίον του. Ως τώρα. Απ’ όσο ξέρεις. Όμως, αν άλλαξε γνώμη; Μπορεί να κάλεσε την Έδρα της Άμερλιν.

Για μια στιγμή, νιώθοντας χαμένος, έγειρε στον τοίχο του διαδρόμου, νιώθοντας την πέτρα σκληρή κόντρα στον ώμο του. Με το βλέμμα άδειο, κοίταξε στο βάθος το τίποτα, και είδε πράγματα που δεν ήθελε να δει. Ειρηνεμένος. Θα ήταν τόσο άσχημο αυτό, να τελείωναν όλα; Στ’ αλήθεια να τελείωναν; Έκλεισε τα μάτια, μα πάλι έβλεπε τον εαυτό του να ζαρώνει, σαν λαγός που δεν είχε μέρος να κρυφτεί, και τις Άες Σεντάι να τον πλησιάζουν σαν κοράκια. Σχεδόν πάντα πεθαίνουν λίγο μετά, οι άνδρες που ειρηνεύονταν. Δεν Θέλουν άλλο τη ζωή. Θυμόταν πολύ καλά τα λόγια του Θομ Μέριλιν και δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει κάτι τέτοιο. Κούνησε με δύναμη το κεφάλι και συνέχισε να προχωρά στο διάδρομο. Δεν ήταν ανάγκη να μείνει στο ίδιο μέρος μέχρι να τον βρουν. Πόσο ακόμα για να σε βρουν; Είσαι σαν πρόβατο σε μαντρί. Πόσο ακόμα; Άγγιξε τη λαβή του σπαθιού στο πλευρό του. Όχι, όχι πρόβατο. Ούτε για τις Άες Σεντάι, ούτε για κανέναν άλλο. Ένιωθε λιγάκι ανόητος, μα κι αποφασισμένος.

Перейти на страницу:

Похожие книги