Έπειτα άνοιξε την πόρτα άλλης μιας αποθήκης, και ακούστηκαν ανθρώπινες φωνές, ανθρώπινα γέλια, που τον γέμισαν ανακούφιση. Εδώ δεν θα υπήρχαν αθέατα μάτια. Μπήκε μέσα.
Η μισή αίθουσα ήταν γεμάτη ως το ταβάνι με σακιά δημητριακών. Στην άλλη μισή, υπήρχαν άνθρωποι, που σχημάτιζαν ένα πυκνό ημικύκλιο, γονατισμένοι μπροστά σε έναν γυμνό τοίχο. Όλοι έμοιαζαν να φορούν τα δερμάτινα γιλέκα και να έχουν τα κομμένα σε σχήμα κούπας μαλλιά των εργατών. Δεν υπήρχαν εδώ οι κότσοι των πολεμιστών, ούτε λιβρέες. Κανένας που ίσως να τον πρόδιδε κατά λάθος.
Ο Λόιαλ τους παρακολουθούσε να παίζουν, τρίβοντας σκεπτικός το σαγόνι του με ένα πελώριο δάχτυλο, ενώ το κεφάλι του σχεδόν έφτανε στα δοκάρια της στέγης, που είχε ύψος κοντά στις δύο απλωσιές. Οι τζογαδόροι δεν του έδιναν σημασία. Οι Ογκιρανοί δεν ήταν συνηθισμένο θέαμα στις Μεθόριες, ούτε και πουθενά αλλού, όμως εδώ ήταν γνωστοί και ευπρόσδεκτοι, και ο Λόιαλ είχε περάσει αρκετό καιρό στο Φαλ Ντάρα και η παρουσία του δεν προκαλούσε ιδιαίτερα σχόλια. Η σκούρα τουνίκα του με το σκληρό κολάρο ήταν κουμπωμένη ως επάνω στο λαιμό του και κατέβαινε περνώντας τη μέση, ώσπου έφτανε τις ψηλές μπότες του, και μια από τις μεγάλες τσέπες του φούσκωνε και είχε σακουλιάσει από κάποιο βάρος. Ξέροντάς τον, ο Ραντ θα έλεγε ότι είχε εκεί βιβλία. Ακόμα κι όταν ο Λόιαλ παρακολουθούσε ανθρώπους να παίζουν τυχερά παιχνίδια, κάπου κοντά του θα υπήρχε ένα βιβλίο.
Παρά τα όσα είχαν συμβεί, ο Ραντ χαμογέλασε πλατιά. Αυτό του συνέβαινε συχνά με τον Λόιαλ. Ο Ογκιρανός ήξερε πολλά για μερικά πράγματα, ελάχιστα για άλλα, κι έμοιαζε να θέλει να μάθει τα πάντα. Όμως ο Ραντ ακόμα θυμόταν την πρώτη φορά που είχε δει τον Λόιαλ, με τα φουντωτά αυτιά του και τα φρύδια του που κρέμονταν σαν μακριά μουστάκια και τη μύτη του, που ήταν σχεδόν εξίσου φαρδιά με το πρόσωπό του — τη φορά εκείνη που τον είχε δει και είχε νομίσει πως έβλεπε Τρόλοκ. Ακόμα ντρεπόταν για τότε. Ογκιρανοί και Τρόλοκ, Μυρντράαλ, και πράγματα από τις σκοτεινές γωνιές των ιστοριών που λέγονται τα μεσάνυχτα. Πράγματα από παραμύθια και θρύλους. Αυτό πίστευε πριν φύγει από το Πεδίο του Έμοντ. Αλλά, από τότε που είχε φύγει από την πατρίδα του, είχε δει τόσες ιστορίες να παίρνουν μπροστά του σάρκα και οστά, που είχε χάσει εκείνη τη σιγουριά. Άες Σεντάι και αθέατοι παρατηρητές, και ένας άνεμος που σε άρπαζε και σε έσφιγγε. Το χαμόγελό του έσβησε.
«Όλες οι ιστορίες είναι αληθινές», είπε χαμηλόφωνα.
Τα αυτιά του Λόιαλ σάλεψαν και το κεφάλι του γύρισε προς τον Ραντ. Όταν είδε ποιος ήταν, το πρόσωπο του Ογκιρανού φωτίστηκε από ένα πλατύ χαμόγελο, και τον πλησίασε. «Α, εδώ είσαι». Η φωνή του ήταν ένα βαθύ, βουερό μπουμπουνητό. «Δεν σε είδα στο Καλωσόρισμα. Ήταν κάτι που δεν είχα ξαναδεί. Δύο πράγματα. Το Σιναρανό Καλωσόρισμα, και την Έδρα της Άμερλιν. Πώς σου φαίνεται, δεν δείχνει κουρασμένη; Σίγουρα δεν είναι εύκολο να είσαι η Άμερλιν. Χειρότερο, φαντάζομαι, από το να είσαι Πρεσβύτερος». Κοντοστάθηκε με μια σκεπτική ματιά, αλλά μόνο για να πάρει μια ανάσα. «Πες μου, Ραντ, παίζεις κι εσύ ζάρια; Εδώ παίζουν ένα απλούστερο παιχνίδι, με μόνο τρία ζάρια. Στο
Ο Ραντ τον άρπαξε από το μπράτσο και τον διέκοψε.
Ο Λόιαλ έκανε ένα μορφασμό πόνου και οι άκρες των φρυδιών του σχεδόν χάιδεψαν τα μάγουλά του. «Ραντ, οι Ογκιρανοί έχασαν το Μάφαλ Ντανταράνελ, αλλά εκείνη η πόλη καταστράφηκε στους Πολέμους των Τρόλοκ. Αυτό» —άγγιξε ελαφρά τον πέτρινο τοίχο με τα πλατιά ακροδάχτυλά του— «χτίστηκε από ανθρώπους. Μπορώ να σου κάνω το σχέδιο του Μάφαλ Ντανταράνελ —είδα κάποτε τους χάρτες σε ένα παλιό βιβλίο στο Στέντιγκ Σανγκτάι— αλλά για το Φαλ Ντάρα ξέρω όσα κι εσύ. Αλλά είναι καλοφτιαγμένο, ε; Λιτό, μα καλοκαμωμένο».
Ο Ραντ έγειρε καμπουριάζοντας στον τοίχο, κλείνοντας τα μάτια. «Πρέπει να βρω δρόμο για έξω», ψιθύρισε. «Οι πύλες είναι αμπαρωμένες και δεν αφήνουν κανέναν να περάσει, μα εγώ πρέπει να βγω».
«Μα γιατί, Ραντ;» είπε αργά ο Λόιαλ. «Εδώ κανένας Θέλει να σε βλάψει. Είσαι καλά; Ραντ;» Ξαφνικά δυνάμωσε τη φωνή. «Ματ! Πέριν! Μου φαίνεται ότι ο Ραντ είναι άρρωστος».